φιλεργία
Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.
English (LSJ)
ἡ,
A industry, X.Oec.20.26, D.36.5, Arist. Rh. 1361a8, OGI669.33 (Egypt, i A. D.).
German (Pape)
[Seite 1276] ἡ, Arbeitsliebe, Liebe zur Arbeit, Emsigkeit bei der Arbeit; Xen. Oec. 20, 26; Dem. 36, 5; Plut. Rom. 15 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλεργία: ἡ, ἡ πρὸς τὴν ἐργασίαν ἀγάπη, φιλοπονία, Ξενοφ. Οἰκ. 20. 26, Δημ. 945. 25, Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 6.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
amour du travail.
Étymologie: φιλεργός.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ φιλεργός
αγάπη για εργασία, φιλοπονία.
Greek Monotonic
φῐλεργία: ἡ, αγάπη για δουλειά, εργατικότητα, σε Ξεν., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
φιλεργία: ἡ любовь к деятельности, трудолюбие, прилежание Xen., Dem., Arst., Plut.
Middle Liddell
φῐλεργία, ἡ,
love of labour, industry, Xen., Dem.