ἠρεμία
γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural
English (LSJ)
ἡ,
A rest, opp. κίνησις, Arist.Ph.202a4; ἐν ἠ. εἶναι Id.Metaph.988b4, cf. Aristox.Harm.p.12 M., Sor.1.46. 2 of the mind, quietude, ἠ. ψυχῆς περὶ τὰ δεινά Pl.Def.412a, cf. Arist.de An.406a27 (pl.); ἐπὶ πολλῆς ἠ. ὑμῶν leaving you entirely at rest, v. l. for ἐρημίας, D.13.8 (ἠρεμίη κοίτης is perh. a mistake for ἐρημίη, Epigr.Gr.321.11).
German (Pape)
[Seite 1175] ἡ, Ruhe, Gelassenheit; ψυχῆς Plat. Defin. 412 a; neben ἡσυχία Dem. 13, 9, v. l. ἐρημία; Ggstz von κίνησις Arist. Eth. 7, 14; καὶ ἀπάθεια 2, 3; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἠρεμία: ἡ, ἡσυχία, ἀταραξία, ἀντίθ. κίνησις, = ἀκινησία, Ἀριστ. Φυσ. 3. 2, 4, πρβλ. 5. 6, 1, Μεταφ. 1. 7, 4, κ. ἀλλ. 2) ἐπὶ τῆς ψυχῆς, ἀνάπαυσις, ἡσυχία, ἠρ. ψυχῆς Ὅρ. Πλάτ. 412Α, πρβλ. Ἀριστ. π. Ψυχ. 1. 3, 6· ἐπὶ πολλῆς ἠρ. ὑμῶν Δημ. 168. 15. -Ἴδε ἐν λ. ἡμερία.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
calme, tranquillité, repos.
Étymologie: *ἠρεμής.
Greek Monolingual
η (AM ἠρεμία) ήρεμος
1. ησυχία, αταραξία, ακινησία, γαλήνη
2. ψυχική γαλήνη, ανάπαυση
νεοελλ.
φυσ. κατάσταση ενός σώματος του οποίου τα σημεία δεν μεταβάλλουν θέση ως προς ένα σύστημα αναφοράς.
Greek Monotonic
ἠρεμία: ἡ, ησυχία, αταραξία, ακινησία· ἐπὶ ἠρεμίας ὑμῶν, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἠρεμία: ἠ
1) покой, неподвижность: ᾧ ἡ κίνησις ὑπάρχει, τούτῳ ἡ ἀκινησία ἠ. Arst. чему присуще движение, неподвижность того (есть) покой;
2) покой, спокойствие, мир (ψυχῆς Plat.).
Middle Liddell
ἠρεμία, ἡ,
rest, quietude, ἐπὶ ἠρεμίας ὑμῶν leaving you at rest, Dem.