ὑπερίσχω
ἐν τυφλῶν πόλεϊ γλαμυρός βασιλεύει → in the land of the blind, the one-eyed man is king
English (LSJ)
A = ὑπερέχω, hold above, ἱκέτησι χεῖρ' ὑ. A.R.3.986; τὰς κεφαλὰς ὑπὲρ τὸ ὑγρόν Plb.3.84.9. II intr., to be or rise above, Thphr.CP2.19.4; project, Aret.SA2.6. 2 to be superior, prevail, τῷ ἰσχύειν Thphr.CP1.15.3: c. gen., prevail over, δίκη δ' ὑπὲρ ὕβριος ἴσχει Hes.Op.217: c. acc., ὑ. τὴν αἰδῶ τὸ πάθος Aret.SA2.12. 3 protect, τινος AP6.268 (Mnasalc., dub. l.).
German (Pape)
[Seite 1197] (s. ἴσχω), = ὑπερέχω, τὰς κεφαλὰς ὑπὲρ τὸ ὑγρόν Pol. 3, 84, 9.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερίσχω: ὑπερέχω, ἔχω ὑπεράνω, τὸ δὲ πολὺ πλῆθος... προβαῖνον εἰς τὴν λίμνην ἔμενε τὰς κεφαλὰς αὐτὰς ὑπὲρ τὸ ὑγρὸν ὑπερίσχον Πολύβ. 3. 84, 9. ΙΙ. ἀμεταβ., ὑψοῦμαι ὑπεράνω, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 19, 4. 2) ὑπερέχω, ὑπερίσχουσι τῷ ἰσχύειν αὐτόθι 1. 15, 3· μετὰ γεν., ὑπερισχύω, νικῶ, δίκη δ’ ὑπὲρ ὕβριος ἴσχει Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 215· μετ’ αἰτ., τὸ πάθος ὑπ. τὴν αἰδῶ Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 12. 3) ὑπερμαχῶ, Ἀνθ. Παλατ. 6. 268.
French (Bailly abrégé)
I. tr. tenir au-dessus de;
II. intr. 1 se tenir ou s’élever, s’élever au-dessus;
2 fig. l’emporter sur, acc. ; abs. l’emporter : τινι par qch;
3 se tenir au-dessus de pour protéger, gén..
Étymologie: ὑπέρ, ἴσχω.
Greek Monolingual
Α
1. κρατώ κάτι πάνω από κάτι άλλο
2. προστατεύω, υπερασπίζομαι
3. (αμτβ.) υψώνομαι πάνω από κάτι
4. μτφ. α) υπερέχω
β) υπερισχύω, νικώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἴσχω, άλλος τ. του έχω].
Greek Monotonic
ὑπερίσχω: = ὑπερέχω, αμτβ.,
I. είμαι από πάνω, υπερισχύω, επικρατώ, με γεν., σε Ησίοδ.
II. προασπίζω, τινός, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερίσχω:
1) держать сверху (ὑ. τὰς κεφαλὰς ὑπὲρ τὸ ὑγρόν Polyb.);
2) брать верх (δίκη ὑπὲρ ὕβριος ἴσχει Hes.);
3) становиться на защиту (τινός Anth.).
Middle Liddell
= ὑπερέχω, intr.]
I. to be above, to prevail over, c. gen., Hes.
II. to protect, τινός Anth.