πρόπαρ
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
English (LSJ)
(παρά) Prep. with gen.,
A before, in front of, Hes.Th.518, E. Ph.120 (lyr.). 2 along, αἰγιαλοῖο A.R.1.454, 4.1288. II abs. as Adv., before, sooner, rather, A.Supp.791 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 738] als praepos. mit dem gen., vor, vom Orte, Hes. Th. 518; auch entlang, längshin, αἰγιαλοῖο, An. Rh. 1, 484. – Als adv., vorn, voraus, θανεῖν, Aesch. Suppl. 772; Eur. Phoen. 119.
Greek (Liddell-Scott)
πρόπᾰρ: (παρὰ) πρόθεσ. μετὰ γεν., ἔμπροσθεν..., Ἡσ. Θεογ. 518, Εὐρ. Φοίν. 120· ὡσαύτως, ἐμπρὸς καὶ πλησίον, φυλλάδα χευάμενοι πολιοῦ πρόπαρ αἰγιαλοῖο Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 454. ΙΙ. ἀπολ. ὡς ἐπίρρ., πρότερον, θᾶττον, μᾶλλον, Αἰσχύλ. Ἱκ. 791. Πρβλ. προπάροιθε.
French (Bailly abrégé)
1 prép. en avant, devant, gén.;
2 adv. avant tout, plutôt.
Étymologie: πρό, παρά.
Greek Monolingual
Α
Ι. (πρόθεση συντασσόμενη με γεν.)
1. μπροστά από κάποιον («τίς οὗτος... πρόπαρ ὃς ἡγεῑται στρατοῦ», Ευρ.)
2. κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («φυλλάδα χευάμενοι πολιοῡ πρόπαρ αἰγιαλοῑο», Απολλ. Ρόδ.)
II. (απολύτως ως χρον. επίρρ.)
πιο πριν, προηγουμένως («πρόπαρ θανούσας δ' Ἀίδας ἀνάσσει», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + πάρ, συντετμημένος τ. της πρόθεσης παρά.
Greek Monotonic
πρόπᾰρ: (παρά),·
I. πρόθ. με γεν., μπροστά, μπροστά από, σε Ησίοδ., Ευρ.
II. επίρρ., πιο πριν, προηγουμένως, νωρίτερα, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
πρόπᾰρ:
I adv. раньше, прежде, скорее: π. θανούσας δ᾽ Ἀΐδας ἀνάσσοι Aesch. лучше умереть мне (досл. пусть раньше Аид овладеет мертвой).
II praep. cum gen. перед Hes.: π. στρατοῦ Eur. впереди войска.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόπαρ [πρό, παρά] adv. van tijd eerder:. πρόπαρ θανούσας Ἀίδας ἀνάσσοι mogen wij voor die tijd sterven en Hades onze heerser zijn Aeschl. Suppl. 791 ( lyr. ). van plaats voor, vooraan:. τίς οὗτος... πρόπαρ ὃς ἁγεῖται στρατοῦ wie is die man, die het leger aanvoert? Eur. Phoen. 120.
Middle Liddell
παρά
I. prep. with gen. before, in front of, Hes., Eur.
II. adv., before, sooner, Aesch.