μάλιον
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
[ᾰ], τό, Dim. of* μᾰλός(
A = μαλλός), long hair, pigtail, AP11.157 (Ammian.), Herm. Trism. in Rev.Phil.32.256 (prob.), 264. II v. μάλα 11.
German (Pape)
[Seite 90] τό, dim. von μαλός = μαλλός, Haarlocke, Ammian. 22 (XI, 157).
Greek (Liddell-Scott)
μάλιον: τό, ὑποκορ. τοῦ μαλὸς (= μαλλός), βόστρυχος, Ἀνθ. Π. 11. 157. 2) = μᾶλλον, «Ἴωνες τὸ μᾶλλον μάλλιον» Κραμ. Ἀν. Ὀξ. 2. 240, 2, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
1ου (τό) :
boucle de cheveux.
Étymologie: μαλλός.
2adv.
v. μάλα.
Greek Monolingual
(I)
μάλιον, τὸ (AM,Μ και μάλιν)
μσν.
ακατέργαστο μαλλί
αρχ.
κοτσίδα, βόστρυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. μάλιον (αντί μάλλιον) < μαλλός.
(II)
μάλιον (Α)
επίρρ. ιων. τ. βλ. μάλλον.
Greek Monotonic
μάλιον: [ᾰ], τό, υποκορ. του μαλλός, μπούκλα, τούφα μαλλιών, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
μάλιον: (ᾰ) τό прядь волос, локон Anth.