θειώδης

From LSJ
Revision as of 08:50, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θειώδης Medium diacritics: θειώδης Low diacritics: θειώδης Capitals: ΘΕΙΩΔΗΣ
Transliteration A: theiṓdēs Transliteration B: theiōdēs Transliteration C: theiodis Beta Code: qeiw/dhs

English (LSJ)

(A), ες, (θεῖον A)

   A sulphureous, of waters, etc., Anon.Lond. 24.45, Antyll. ap. Orib.10.2.3, Archig. ap. Aët.3.167, Phlp.in Mete.7.5; ὀδμή Str.1.3.18.    2 of colour, yellow, θώρακες Apoc.9.17.
θειώδης (B), ες, (θεῖος A)

   A divine. Adv. -δως by Imperial decree, PMasp.451.42,56 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 1192] ες, 1) schwefelartig, -farbig, μέταλλα, Paul. Sil. Therm. pyth. 20 u. a. Sp. – 2) göttlich, Sp., auch adv.

Greek (Liddell-Scott)

θειώδης: -ες, (θεῖον) ὅμοιος πρὸς θεῖον, Λατ. sulfurous, μέταλλα Παῦλ. Σιλ. Θερμ. 20, Γαλην.

French (Bailly abrégé)

1ης, ες :
sulfureux.
Étymologie: θεῖον², -ωδης.

English (Strong)

from θεῖον and εἶδος; sulphur-like, i.e. sulphurous: brimstone.

English (Thayer)

θειωδες (from θεῖον brimstone (which see)), of brimstone, sulphurous: Lob. ad Phryn., p. 228; (Sophocles' Lexicon, under the word).

Greek Monolingual

(I)
θειώδης, -ῶδες (Μ)
θείος (Ι)]
αυτός που μοιάζει με τον θεό.
επίρρ...
θειωδώς (AM, Α παπ. και θειώδως)
με θείο τρόπο, θεϊκά
αρχ.
με αυτοκρατορικό διάταγμα.
(II)
-ες (Α θειώδης, -ῶδες)
1. αυτός που μοιάζει με θειάφι («θειώδους οσμῆς», Στράβ.)
2. αυτός που έχει το χρώμα του θειαφιού, κίτρινος ή κιτρινοπράσινος («ἔχοντας θώρακας θειώδεις», ΚΔ)
νεοελλ.
χημικός όρος που χαρακτηρίζει ορισμένες οξυγονούχες ενώσεις του θείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θείο (ΙΙ) + κατάλ. -ώδης (πρβλ. δυσ-ώδης, ζοφ-ώδης). Με τη νεοελλ. σημασία η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. sulfureux]].

Russian (Dvoretsky)

θειώδης: цвета серы (θώρακες NT).

Chinese

原文音譯:qeièdhj 帖-哦得士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:安置(的)
字義溯源:硫磺-似的,硫磺的;由(θεῖον)*=硫磺)與(εἶδος)=觀察)組成;而 (εἶδος)出自(οἶδα)*=看見)
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編
1) 硫磺(1) 啓9:17