καθεκτός
Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold
English (LSJ)
ή, όν, (κατέχω)
A to be held back, checked, θρασὺς καὶ βδελυρὸς καὶ οὐδὲ κ. ἔτι D. 21.2, cf. Plu.Fab.10, Pomp.66; τῶν πραγμάτων οὐκέτι πολλοῖς ὄντων καθεκτῶν since power could not be retained in the hands of many, Id.Brut.47; ἐν τῷ κ. εἶναι to contain oneself, Philostr.Im.2.6. Adv. οὐ -τῶς so as not to be restrained, μάχεσθαι Id.Her.10.5. II in the grip of, λούπησι χαλεπῆσιν Corinn.Supp.1.28.
German (Pape)
[Seite 1283] adj. verb. zu κατέχω, zurückzuhalten; θρασὺς καὶ βδελυρὸς καὶ οὐδὲ καθ. Dem. 21, 2; Sp., wie Plut. Fab. 10. – Auch adv., Philostr.
Greek (Liddell-Scott)
καθεκτός: -ή, -όν, (κατέχω) ὁ κατεχόμενος ἢ ἐμποδιζόμενος, ἀναχαιτιζόμενος, θρασὺς καὶ βδελυρὸς οὐδὲ καθεκτὸς Δημ. 515. 12, πρβλ. Πλουτ. Φάβ. 10, Πομπ. 66· τῶν πραγμάτων οὐκέτι πολλοῖς ὄντων καθεκτῶν, ἐπειδὴ ἡ ἐξουσία δὲν ἠδύνατο πλέον νὰ κρατηθῇ εἰς τὰς χεῖρας πολλῶν, ὁ αὐτ. ἐν Βρούτ. 47· ἐν τῷ καθεκτῷ εἶναι, νὰ κρατηθῇ τις, νὰ περιορίσῃ ἑαυτόν, νὰ μείνῃ ἀδιάφορος, Φιλόστρ. 818. ― Ἐπίρρ., οὐ καθεκτῶς, οὕτως ὥστε νὰ μὴ περιορίζηταί τις, ὁ αὐτ. 712. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «καθεκτόν, ἐφικτόν, καταληπτόν».
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qu’on peut arrêter, contenir.
Étymologie: adj. verb. de κατέχω.
Greek Monolingual
καθεκτός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που επιδέχεται αναχαίτιση, δεκτικός συγκράτησης, εμποδιζόμενος, αναχαιτιζόμενος («θρασὺς καὶ βδελυρὸς οὐδὲ καθεκτός», Δημοσθ.)
2. δεκτικός κατοχής («τῶν πραγμάτων οὐκέτι πολλοῑς ὄντων καθεκτῶν» — επειδή η εξουσία δεν ήταν πλέον δυνατό να κρατηθεί στα χέρια πολλών, Πλούτ.)
3. ο αρπαγμένος από κάποιον
4. εφικτός, καταληπτός
4. φρ. «ἐν τῷ καθεκτῷ εἶναι» — να κρατηθεί κάποιος, να περιορίσει τον εαυτό του, να μείνει αδιάφορος.
επίρρ...
καθεκτῶς (Α)
με τρόπο που επιδέχεται αναχαίτιση και περιορισμό («οὐ καθεκτῶς» — έτσι ώστε να μην περιορίζεται κανείς, Φιλόστρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. ρηματ. επίθ. σε -ός του ρ. κατ-έχω με σημασία «συγκρατώ, εμποδίζω»].
Greek Monotonic
καθεκτός: -ή, -όν (κατ-έχω), αυτός που μπορεί να συγκρατηθεί ή να εμποδιστεί, σε Δημ.· αυτός που μπορεί να αναχαιτισθεί, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
καθεκτός: [adj. verb. к κατέχω могущий быть удержанным: οὑ κ. Dem., Plut. неудержимый, безудержный.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθεκτός -ή -όν adj. verb. van κατέχω, in toom te houden.
Middle Liddell
καθ-εκτός, κατέχω
to be held back or checked, Dem.: to be retained, Plut.