κακοπραγία

From LSJ
Revision as of 15:52, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοπρᾱγία Medium diacritics: κακοπραγία Low diacritics: κακοπραγία Capitals: ΚΑΚΟΠΡΑΓΙΑ
Transliteration A: kakopragía Transliteration B: kakopragia Transliteration C: kakopragia Beta Code: kakopragi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A misadventure, failure, αἱ κατ' οἶκον κ. Th.2.60; ἡ ἐκ τῆς Σικελίας κ. Id.8.2; κ. γίγνεται Arist. Pol.1296a17; ἡ τοῦ πέλας κ. Corn.Rh.p.393 H.: pl., κ. ἀνάξιαι Arist. Rh.1386b10, cf.Plb.8.12.8, Phld.Herc.1251.11, Artem.4.56, etc.    b bad physical condition, Gal.10.255.    II ill-doing, LXX Wi.5.24, J.AJ2.4.4: pl., misdeeds, Isoc.15.300.

German (Pape)

[Seite 1302] ἡ, Unglück in Unternehmungen, übh. Unglück; αἱ κατ' οἶκον κακοπραγίαι Thuc. 2, 60; αἱ ἐν τῷ ζῆν κ. Arist. pol. 4, 11; Sp. – Schlechtigkeit, neben πανουργία, Artemid. 4, 63.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
mauvais succès, malheur.
Étymologie: κακοπραγέω.

Greek Monolingual

η (AM κακοπραγία) κακοπραγώ
το να κάνει κανείς κακό, κακή πράξη («ἡ κακοπραγία περιτρέψει θρόνους δυναστῶν», ΠΔ)
μσν.
κακή πρόθεση («φεῡγε τοὺς κολακεύοντας ἀπὸ κακοπραγίας», Σπαν.)
αρχ.
1. κακή τύχη, ατυχία, δυστυχία, συμφορά, κακοτυχία («αἱ κατ' οἶκον κακοπραγίαι», Θουκ.)
2. ιατρ. κακή κατάσταση του σώματος
3. στον πληθ. αἱ κακοπραγίαι
κακές πράξεις («τὰς τῶν συκοφαντῶν πικρότητας καὶ κακοπραγίας ὅλης τῆς πόλεως», Ισοκρ.).

Greek Monotonic

κᾰκοπρᾱγία: ἡ, ατύχημα, αποτυχία, σε Θουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακοπραγία -ας, ἡ [κακοπραγέω] mislukking, ramp:. ἡ ἐκ τῆς Σικελίας κ. de ramp op Sicilië Thuc. 8.2.1.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοπρᾱγία: ἡ неудача, несчастье Arst., Plut.: αἱ κατ᾽ οἶκον κακοπραγίαι Thuc. личные несчастья.

Middle Liddell

κᾰκοπρᾱγία, ἡ, [from κᾰκοπρᾱγέω]
misadventure, failure, Thuc.