πλαγιασμός

From LSJ
Revision as of 12:20, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰγιασμός Medium diacritics: πλαγιασμός Low diacritics: πλαγιασμός Capitals: ΠΛΑΓΙΑΣΜΟΣ
Transliteration A: plagiasmós Transliteration B: plagiasmos Transliteration C: plagiasmos Beta Code: plagiasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A obliquity, of the sun's course, Epicur.Nat.11.5.    2 in Obstetrics, oblique presentation of the foetus, Sor.2.60.    3 metaph., deceit, Sch.Ar.Ra.987 (pl.).    II Gramm., use of oblique cases, opp. ὀρθότης, Hermog. Id.1.3; inflection, Sch.rec.S.El.365.

German (Pape)

[Seite 623] ὁ, das in die Quere Stellen, das Schiefmachen, Schol. Ar. Ran. 987 und sonst oft bei Scholl.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰγιασμός: ὁ, ἐπὶ τῆς τροχιᾶς τοῦ ἡλίου, Ἐπίκουρ. 18 Orelli· μεταφορ., ἀπάτη, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 987, κτλ. ΙΙ. παρὰ τοῖς γραμμ. ἡ χρῆσις τῶν πλαγίων πτώσεων.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ πλαγιάζω
(για την τροχιά του Ηλίου) πλάγια διεύθυνση, λοξότητα, πλαγιότητα
αρχ.
1. (στη μαιευτική) η πλάγια εμφάνιση του εμβρύου
2. γραμμ. α) η χρήση τών πλάγιων πτώσεων τών ονομάτων
β) κλίση ονομάτων ή ρημάτων
3. μτφ. απάτη, δόλος.

Russian (Dvoretsky)

πλᾰγιασμός: ὁ грам. употребление косвенных падежей.