προνομεύω

From LSJ
Revision as of 19:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προνομεύω Medium diacritics: προνομεύω Low diacritics: προνομεύω Capitals: ΠΡΟΝΟΜΕΥΩ
Transliteration A: pronomeúō Transliteration B: pronomeuō Transliteration C: pronomeyo Beta Code: pronomeu/w

English (LSJ)

   A forage, plunder, Plb.2.27.2, Str.16.1.18, Onos.10.8, Polyaen.3.10.5; [προβοσκίδα] ἔχουσα π., of a fly, Luc.Musc.Enc.3.    II trans., plunder, ravage, τὴν τῶν πολεμίων D.H.8.11 (also in Pass., ibid., D.S.13.109); pluck, ὄρμενα Posidipp. 24; eat greedily, τὰ δεῖπνα Plu.2.709a.    2 carry away captive, LXX Nu.31.9, al.:—Pass., ib.Si.48.15. (Rejected by Thom.Mag. p.275 R.)

German (Pape)

[Seite 736] im Kriege auf Fouragirung ausgehen; Posidipp. bei Phot. lex., ὅρμενα; Pol. 2, 27, 2, u. öfter; χώραν, durch Fouragiren ausplündern, D. Hal. 6, 42; Polyaen. 3, 10, 5.

Greek (Liddell-Scott)

προνομεύω: ἐπιτρέχω χώραν ἐχθρικὴν χάριν προνομείας, Πολύβ. 2. 27, 2, Πλούτ., κλπ.· τῇ προβοσκίδι... προνομεύει, βόσκεται, ἐπὶ μυίας, Λουκ. Μυίας ἐγκώμ. 3. ΙΙ. μεταβατ., ληΐζω, διαρπάζω, λεηλατῶ, ἐρημώνω, τὴν χώραν Διον. Ἁλ. 8. 11· ἐν τῷ παθ., αὐτόθι, Διόδ. 13. 109· ― ἐκριζώνω, ἔνδοθι προνομεύειν ὄρμενα Ποσείδιπ. ἐν «Συντρ.» 2· ― τρώγω ἀδηφάγως, τὰ δεῖπνα Πλούτ. 2. 709Α· ἀπάγω αἰχμάλωτον, Ἑβδ. (Σειρὰχ ΜΗ΄, 15), Χρησμ. Σιβ. 8. ― Οἱ Ἀττικίζοντες ἀποδοκιμάζουσι τὴν λέξιν, «οὐχ εὕρηται δὲ οὔτε τὸ προνομεύειν, οὔτεπρονομεία παρὰ ῥήτορσιν, ἀλλ’ ἀντὶ τούτων ληΐζεσθαι καὶ κατασύρειν καὶ καταδρομαὶ» Θωμ. Μάγιστρ. 742.

French (Bailly abrégé)

dévaster, piller, acc. ; fig. manger gloutonnement, dévorer, acc..
Étymologie: προνομή.

Greek Monolingual

Α προνομή
1. (για στρατιώτες) κάνω επιχειρήσεις διαρπαγής σε εχθρική χώρα για να εξασφαλίσω τον επισιτισμό του στρατού
2. (γενικά) ληστεύω, λεηλατώ
3. παίρνω κάποιον αιχμάλωτο («καὶ ἐπρονόμευσαν τὰς γυναῑκας Μαδιάμ», ΠΔ)
4. καταβάλλω, υποτάσσω («καὶ τὴν δύναμιν αὐτῶν ἐπρονόμευσαν», ΠΔ)
5. (για μύγα) βόσκω, τρέφομαι
6. τρώω με λαιμαργία.

Greek Monotonic

προνομεύω: μέλ. -σω, βγαίνω εξω για λεηλασία, πλιάτσικο, σε Πολύβ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προνομεύω [προνομή] voedsel zoeken.

Russian (Dvoretsky)

προνομεύω:
1) (о насекомых) собирать корм (τῷ στόματι καὶ τῇ προβοσκίδι Luc.);
2) жадно есть, пожирать (τὰ δεῖπνα Plut.);
3) собирать фураж, перен. опустошать, грабить Polyb., Diod.

Middle Liddell

fut. σω
to go out for foraging, Polyb.