συνεκπονέω

From LSJ
Revision as of 07:50, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεκπονέω Medium diacritics: συνεκπονέω Low diacritics: συνεκπονέω Capitals: ΣΥΝΕΚΠΟΝΕΩ
Transliteration A: synekponéō Transliteration B: synekponeō Transliteration C: synekponeo Beta Code: sunekpone/w

English (LSJ)

   A help in working out, τῷ θανόντι χάριτα E.Hel.1378; help in achieving or effecting, φυγάς Id.IT1063; τάδε Id.Hel.1406.    2 without acc., σ. τινί join in labour with, assist to the utmost, Id.Ion 850, Fr.136; συνεκπονοῦσα κῶλον perh. sharing the leg-work, i.e. helping me to walk, Id.Ion 740.

German (Pape)

[Seite 1013] zugleich mit Einem ausarbeiten, τινί, Eur. Ion 850; τῷ θανόντι χάριτα συνεκπονῶν, Hel. 1394; Einem in der Arbeit helfen, Plut. reip. ger. praec. 13, bis ans Ende mit Einem ausharren.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκπονέω: συνδιενεργῶ, συνεκτελῶ, ὡς τῷ θανόντι χάριτα δεῖ συνεκπονεῖν Εὐρ. Ἑλ. 1378· συνεργῶ, συμπράττω εἴς τι, φυγὰς ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 1063· τάδε ἐν Ἑλ. 1406. 2) ἄνευ αἰτ., σ. τινι, συνεργῶ προθύμως, βοηθῶ τινα τὰ μέγιστα, ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 850, ἐν Ἀποσπ. 132. ΙΙ. βοηθῶ εἰς ὑποστήριξην, ὁμοῦ ὑποστηρίζω, συνεκπονοῦσα κῶλον ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 740.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
aider à accomplir ou à supporter, acc..
Étymologie: σύν, ἐκπονέω.

Greek Monotonic

συνεκπονέω: μέλ. -ήσω,
I. 1. συμβάλλω στην εκτέλεση ενός πράγματος, σε Ευρ.· συντελώ στην επίτευξη ή το αποτέλεσμα, στον ίδ.
2. χωρίς αιτ., συνεκπονέω τινί, βοηθώ κάποιον στον ύψιστο βαθμό, στον ίδ.
II. συμβάλλω στην υποστήριξη, συνεκπονοῦσα κῶλον, στον ίδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-εκπονέω helpen tot stand te brengen of te realiseren, met acc. iets:; ὡς τῷ θανόντι χάριτα δὴ συνεκπονῶν alsof hij helpt eer te bewijzen aan de gestorvene Eur. Hel. 1378; met dat. (iem.) helpen (om iets uit te voeren).

Russian (Dvoretsky)

συνεκπονέω:
1) вместе совершать, воздавать (χάριτα τῷ θανόντι Eur.);
2) помогать осуществить (φυγάς τινι Eur.): σ. τινι Eur. быть (действовать) заодно с кем-л.;
3) помогать, поддерживать: τοῦ γήρως τινὶ σ. κῶλον Eur. помогать чьей-л. старческой поступи, т. е. помогать старику идти.

Middle Liddell

fut. ήσω
I. to help in working out, Eur.: to help in achieving or effecting, Eur.
2. without acc., ς. τινί to assist to the utmost, Eur.
II. to assist in supporting, συνεκπονοῦσα κῶλον Eur.