ἐπάλλαξις
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
εως, ἡ, A interweaving or dovetailing, Antipho Soph.20 (pl.); αἱ ἐ. τοῦ χάρακος Plb. 18.18.11; ἡ ἐ. τῶν δακτύλων crossing of two fingers so as to feel double, Arist.Metaph.1011a33, Insomn.460b20, Pr.958b14; linking together, Id.Mete.387a12. 2 overlapping of species, Id.GA732b15; confusion of different things, Str.12.8.2. b alternation, Pl. Sph.240c. 3 change, θέσεως Hierocl.in CA1p.419M.; διαιτημάτων Gal.6.59 (pl.); varieties of abnormal constitutions, ib.385 (pl.).
German (Pape)
[Seite 898] ἡ, Wechsel, Tausch, Verkehr, Harpocr. aus Antiph.; Uebergang aus einer Klasse in die andere, Arist. gen. an. 2, 1; die Verschränkung, Durchkreuzung, Plat. Soph. 240 c, = συμπλοκή; so auch δακτύλων Arist. Probl. 31, 11; τοῦ χάρακος Pol. 18, 1, 11.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπάλλαξις: -εως, ἡ ἀνταλλαγή, συναλλαγή, ὅμοιον τῷ ἐπαλλαγή, «ἐπαλλάξεις: ἀντὶ τοῦ συναλλαγὰς ἢ μίξεις, Ἀντιφῶν Ἀληθείας α΄» Ἁρποκρ., Ἀριστ. Μετεωρ. 4, 9, 23· ἐπὶ τῶν δακτύλων, ὡς ὅταν παίζῃ τις αὐλόν, ἡ ταχεῖα κίνησις αὐτῶν, τὸ ταχὺ «ἀναιβοκαταίβασμα αὐτῶν», ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 3, 6, 7, π. Ἐνυπν. 2. 18, Προβλ. 31. 11. 2) συμπλοκή, διὰ τῆς ἐπαλλάξεως ταύτης Πλάτ. Σοφιστ. 240C· τὰς ἐπαλλάξεις τοῦ τοιούτου χάρακος Πολύβ. 18. 1, 11, 3) διαφορά, συμβαίνει δὲ πολλὴ ἐπάλλαξις τοῖς γένεσιν Ἀριστ. π. Γ. Γεν. 2. 1, 10.
Greek Monolingual
ἐπάλλαξις, η (Α)
1. επαλλαγή, συναλλαγή
2. ανάμιξη
3. συναρμογή, σύναψη
3. διασταύρωση («βραχείας τὰς εἰς ἀλλήλους ἐμπλοκὰς καὶ τὰς ἐπαλλάξεις γίγνεσθαι τοῡ τοιούτου χάρακος», Πολ.)
4. περιπλοκή, μπέρδεμα
5. παραλλαγή χαρακτηριστικών
6. εναλλαγή με κάτι άλλο («ὁπποτέρως δ' ἄν ἔχη, ἤ γε ἐπάλλαξις φανερά», Στράβ.)
7. αλλαγή, μεταβολή
8. (για ανώμαλη κατάσταση του σώματος) ποικιλία
9. φρ. «ἐπάλλαξις τῶν ποδῶν» — η τοποθέτηση του ενός ποδιού πάνω στο άλλο.
Russian (Dvoretsky)
ἐπάλλαξις: εως ἡ
1) смена, чередование (συμβαίνει πολλὴ ἐ. τοῖς γένεσιν Arst.);
2) переплетение, скрещение (δακτύλων Arst.; ἐμπλοκαὶ καὶ ἐπαλλάξεις τοῦ χάρακος Polyb.; μηρῶν Plut.);
3) хитросплетение: διὰ τῆς ἐπαλλάξεως Plat. посредством словесных вывертов.