Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὔλοφος

From LSJ
Revision as of 20:58, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔλοφος Medium diacritics: εὔλοφος Low diacritics: εύλοφος Capitals: ΕΥΛΟΦΟΣ
Transliteration A: eúlophos Transliteration B: eulophos Transliteration C: eylofos Beta Code: eu)/lofos

English (LSJ)

ον,    A well-plumed, κυνῆ S.Aj. 1286, cf.Fr.341; κράνος Hld. 7.5.    II taking the yoke well, strong, patient, opp. δύσλοφος, νῶτον Lyc.776; αὐχήν Dam. Isid.89. Adv. -φως, ὑποφέρειν τι Phld.Mort. 35; φέρειν Dam.Isid.190, Eust.1653.6; ἀγωνίζεσθαι Anon. ap. Suid.

German (Pape)

[Seite 1079] 11 mit schönem Helmbusch, κυνῆ Soph. Ai. 1256; σφήκωμα frg. 314; κράνος Hel. 7, 5. – 2) mit gutem, geduldigem Nacken, gehorsam, νῶτος Lycophr. 776; εὐλόφως φέρειν, Soph.; mit starkem Nacken, αὐχήν, VLL.; so εὐλόφως ἀγωνίζεσθαι, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

εὔλοφος: -ον, ἔχων ὡραῖον λόφον, κυνῆ Σοφ. Αἴ. 1286, πρβλ. σφήκωμα καὶ ἴδε Ἡλιόδ. 7. 5. ΙΙ. ὁ αἴρων τὸν ζυγόν καλῶς, ἰσχυρός, ὑπομονητικός, ἀντίθετ. τῷ δύσλοφος, αὐχὴν Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· νῶτον Λυσ. 776. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «εὔλοφος· ῥᾴδιος, εὐχερής·» ― Ἐπίρρ. εὐλόφως φέρειν Εὐστ. 1653. 6, πρβλ. εὔλογος ΙΙ· «εὐλόφως, γενναίως» Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a une belle aigrette.
Étymologie: εὖ, λόφος.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔλοφος, -ον)
αυτός που έχει ωραίο λοφίοεὔλοφος κυνῆ», Σοφ.)
μσν.-αρχ.
αυτός που υπομένει καλά τον ζυγό, ο ισχυρός, ο υπομονετικόςεὔλοφος αὐχήν», Δαμάσκ.).
επίρρ...
εὐλόφως (ΑΜ)
1. υπομονετικά
2. γενναία («ὁ δὲ πρὸς τοὺς ἐπαναστάτας εὐλόφως ἀγωνισάμενος, ἐπέδειξεν ἀληθῆ ὄντα τὸν λόγον», λεξ. Σούδα).

Greek Monotonic

εὔλοφος: -ον, αυτός που έχει καλούς λόφους, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

εὔλοφος: украшенный красивым гребнем (κυνῆ Soph.).

Middle Liddell

εὔ-λοφος, ον
well-plumed, Soph.