κινάβρα

From LSJ
Revision as of 20:50, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῐνάβρα Medium diacritics: κινάβρα Low diacritics: κινάβρα Capitals: ΚΙΝΑΒΡΑ
Transliteration A: kinábra Transliteration B: kinabra Transliteration C: kinavra Beta Code: kina/bra

English (LSJ)

ἡ,

   A rank smell of a he-goat, Luc.Bis Acc.10, Poll.2.77; also of men, Luc.DMar.1.5, al.; also, goatish beard, Id.DMort.10.9: metaph., = κιμβεία, Phot.

German (Pape)

[Seite 1438] ἡ, der Gestank des Bockes, Luc. bis acc. 10; der Geruch des Schweißes unter den Achseln, Eupolis bei Poll. 2, 77; eines schmutzigen Bartes, Luc. D. mort. 10, 9.

Greek (Liddell-Scott)

κῐνάβρα: ἡ, «ἡ ἐν τοῖς τράγοις δυσωδία, ὥσπερ καὶ ἡ ἐν ταῖς μασχάλαις» Πολυδ. Β΄, 77 (κοινῶς κεναύρα)· ὡσαύτως ἐπὶ τῆς πυκνῆς καὶ μεγάλης γενειάδος, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 10. 9· κατὰ τὸ Λεξικὸν Φωτ.: «κινάβρα· μικρολογία· οἱ δὲ τὰ ἀποκαθάρματα· οἱ δὲ τὴν τῆς ἀλώπεκος σόβην»· ― ὁ Ἡσύχ. ἔχει κιναβρεύματα, τά, «κιναβρεύματα· ἀποκαθάρματα ὄζοντα».

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
odeur de bouc ; odeur infecte (des aisselles).
Étymologie: DELG -.

Greek Monolingual

η (Α κινάβρα)
1. η ιδιάζουσα οσμή τών τράγων, τραγίλα
2. (για πρόσ.) η μυρωδιά του ιδρώτα
αρχ.
1. η γενειάδα («ἀνθρωπινώτερος νῡν ἀναπέφηνας άποθέμενος σαυτοῦ τήν κινάβραν», Λουκιαν.)
2. (κατά τον Φώτ.) α) μικρολογία
β) τα περιττώματα
γ) το πυκνό τρίχωμα της αλεπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση με τον τ. κενέβρειος «ψόφιος» παραμένει αμφίβολη].

Greek Monotonic

κῐνάβρα: ἡ, η δυσωδία των τράγων, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

κῐνάβρα: ἡ запах козла Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κινάβρα -ας, ἡ stank van geiten. sik (van een bok).

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: smell of a (he-)goat (Luc., Poll.).
Derivatives: κιναβράω smell like a goat (Ar. Pl. 294).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unexplained. Doubts about the usual connection with κενέβρειος in Schwyzer 350. No doubt a Pre-Greek word.

Middle Liddell

κῐνάβρα, ἡ,
the rank smell of a he-goat, Luc.

Frisk Etymology German

κινάβρα: {kinábra}
Grammar: f.
Meaning: Bocksgeruch (Luk., Poll.)
Derivative: mit κιναβράω nach Bock riechen (Ar. Pl. 294).
Etymology : Unerklärt. Begründeter Zweifel an der herkömmlichen Zusammenstellung mit κενέβρειος bei Schwyzer 350.
Page 1,853