κόλπωμα

From LSJ
Revision as of 10:20, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόλπωμα Medium diacritics: κόλπωμα Low diacritics: κόλπωμα Capitals: ΚΟΛΠΩΜΑ
Transliteration A: kólpōma Transliteration B: kolpōma Transliteration C: kolpoma Beta Code: ko/lpwma

English (LSJ)

ατος, τό,    A bellying or bulging out, of the centre in a line of battle, Plu.Mar.25.    II garment with ample folds, worn by kings in Tragedy, Poll.4.116, An.Par.1.19.

German (Pape)

[Seite 1476] τό, der gemachte Busen, Bausch; Plut. Har. 25; Poll. 4, 116.

Greek (Liddell-Scott)

κόλπωμα: τό, ἱμάτιον πτυχῶδες, οἷον ἐφόρουν οἱ βασιλεῖς ἐν τῇ Τραγωδίᾳ, Πλουτ. Μάρ. 25, πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 116, Κραμήρ. Ἀνέκ. Παρ. 1. 19.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
vêtement ample et qui fait des plis.
Étymologie: κολπόω.

Greek Monolingual

το (AM κόλπωμα) κολπώ
νεοελλ.
1. κόλπος, εσοχή
2. καμπυλότητα, φούσκωμα
3. αναδίπλωση, πτύχωση
4. ανατ. κολποειδής σχηματισμός του σώματος («κόλπωμα κωναρίου»)
αρχ.
1. κοίλωμακόλπωμα τών μέσων, ώσπερ εἴωθεν ἐν μεγάλοις μετώποις», Πλούτ.)
2. ένδυμα με πολλές πτυχές που συνήθιζαν να φορούν οι βασιλείς στις τραγωδίες
3. χάσμα, άβυσσος.

Greek Monotonic

κόλπωμα: -ατος, τό, ένδυμα με πτυχώσεις, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

κόλπωμα: ατος τό прогиб, излучина: κ. τῶν μέσων Plut. прогнувшаяся середина фронта.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόλπωμα -ατος, τό [κολπόω] centrum (van de slaglinie).

Middle Liddell

κόλπωμα, ατος, τό,
a folded garment, Plut.