ἀποκλάω

From LSJ
Revision as of 15:00, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκλάω Medium diacritics: ἀποκλάω Low diacritics: αποκλάω Capitals: ΑΠΟΚΛΑΩ
Transliteration A: apokláō Transliteration B: apoklaō Transliteration C: apoklao Beta Code: a)pokla/w

English (LSJ)

   A break off, τὸ κέρας Str.10.2.19: aor. 2 part. ἀποκλάς Anacr.17:—Med., AP7.506 (Leon.):—Pass., σὺν ἱστίῳ . . ἄρμεν' ἀποκλασθέντα Theoc.22.14.    2 dress vines, Ar.Fr.109 (unless from ἀπ-οκλάζω (B), q. v.).    3 dub. sens. in Hp.Off.14 (s.v.l.).
ἀποκλάω [ᾱ], v. sub ἀποκλαίω.

German (Pape)

[Seite 307] att. Form für ἀποκλαίω. (s. κλάω), abbrechen, Sp.; dav. ἀποκλάς für ἀποκλάσας Anacr. frg. 16 bei Ath. XI, 472 e, was Andere für subst. = ἀπόκλασμα nehmen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκλάω: μέλλ. -άσω, ἀποθραύω, σπάνω τι ἀπό τινος, τὸ κέρας Στράβ. 458· ― μετοχ. ἐνεργ. ἀόρ. β΄ ἀποκλὰς Ἀνακρ. Ἀποσπ. 16: ― Μέσ., Ἀνθ. Π. 7. 506: ― Παθ., σὺν ἱστίῳ ἄρμενα... ἀποκλασθέντα Θεόκρ. 22. 14. 2) κλαδεύω ἀμπέλους, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 163.

French (Bailly abrégé)

1-ῶ :
briser.
Étymologie: ἀπό, κλάω².
2att. c. ἀποκλαίω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. part. ἀποκλάς Anacr.93.1]
1 quebrar, partir, romper ἰτρίου λεπτοῦ μικρὸν ἀποκλάς Anacr.l.c., τὸ κέρας Str.10.2.19, κλάδου ... ἀποκλωμένου Posidon.241, ἄκρα κορύμβου Nonn.D.12.343, ἥμισυ δὲ πρίστις ἀπεκλάσατο AP 7.506 (Leon.)
en v. pas. χηνίσκον ἀποκεκλασμένον ID 366A.52 (III a.C.), cf. IG 11(2).161B.19 (Delos III a.C.), σὺν ἰστίῳ ἄρμενα πάντα ... ἀποκλασθέντα Theoc.22.14.
2 en v. med. curvarse (sc. σκέλος) ἀποκλᾶται Hp.Off.14.
v. ἀποκλαίω.

Greek Monolingual

(I)
ἀποκλάω αττ. (Α)
βλ. αποκλαίω.
(II)
ἀποκλάω (Α)
σπάω, τσακίζω.

Greek Monotonic

ἀποκλάω: Αττ. αντί ἀπο-κλαίω.
ἀποκλάω: μέλ. -κλάσω [ᾰ], σπάζω, αποσπώ κάτι από κάτι άλλο — Μέσ., σε Ανθ. — Παθ. μτχ. αορ. αʹ ἀποκλασθέντα, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποκλάω:
I
1) отламывать, ломать (Anacr.; med. Anth.; ἄρμενα ἀποκλασθέντα Theocr.; ὁ φοίνιξ ὑπὸ τῶν πνευμάτων ἀποκλασθείς Plut.),;
2) подрезывать виноградные лозы Arph.
II атт. = ἀποκλαίω.

Middle Liddell


to break off:— Mid., Anth.: —Pass., aor1 part. ἀποκλασθέντα Theocr.