εὔορκος

From LSJ
Revision as of 09:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔορκος Medium diacritics: εὔορκος Low diacritics: εύορκος Capitals: ΕΥΟΡΚΟΣ
Transliteration A: eúorkos Transliteration B: euorkos Transliteration C: eyorkos Beta Code: eu)/orkos

English (LSJ)

ον, A keeping one's oath, faithful to one's oath, ἀνδρὸς δ' εὐόρκου γενεὴ μετόπισθεν ἀμείνων Hes.Op.285, cf. 190, Orac. ap. Hdt. 6.86.γ, Ar.Pl.61, X.HG2.4.42, etc.; εἴς τινα E.Med.495. II of oaths, εὔορκα ἀντομωμοκώς Antipho 1.8; [διομόσασθαι] εὐορκότερα Id.6.16; ψηφίσασθαι Is.2.47; γνῶναι D.18.249; εὐορκοτέραν θήσεσθε τὴν ψῆφον Id.29.4, cf. 21.24; εὐορκοτάτην <τὴν> ψῆφον ἐνεγκεῖν Lycurg. 13: Sup., Lys.19.11; in accordance with one's oath, no breach of oath, εὔορκόν [ἐστι] Foed. ap. Th.5.18, cf. 23,29; εὔορκα ταῦθ' ὑμῖν ἐστι D. 21.34 (v.l. ἔνορκα): so in Adv., τάδ' εὐόρκως ἔχει A.Ch.979; εὐ. θέσθαι τὴν ψῆφον Arist.Rh.Al.1433a1.

German (Pape)

[Seite 1085] richtig, nicht falsch schwörend, den Eid haltend, Hes. O. 283; εἴς τινα, Eur. Med. 495; Ar. Plut. 61; καὶ ὅσιος Plat. Rep. II, 363 d; Xen. Hell. 2, 4, 42; oft bei den Rednern, von Sachen, mit einem Eide, dem Eide angemessen, εὔορκα ἀντομωμοκώς Antiph. 1, 8; γενήσεται ὑμῖν 5, 85; τὰ δίκαια καὶ τὰ εὔορκα ψηφίσασθαι Is. 2 extr.; εὐορκοτέραν ψῆφον θήσεσθε, eine dem Eide angemessene Stimme, Dem. 29, 4; im superl., Andoc. 1, 8; Lys. 19, 11; εὔορκον εἶναι, c. inf., Thuc. 5, 18. 23, es sei unbeschadet des Eides erlaubt zu thun. – Adv., τάδ' εὐόρκως ἔχει Aesch. Ch. 979; ὑπισχνεῖται, mit einem Eide, Hdn. 5, 4, 18.

Greek (Liddell-Scott)

εὔορκος: -ον, ὁ τηρῶν τὸν ὅρκον του, πιστὸς εἰς τὸν ὅρκον αὑτοῦ, ἀνδρὸς δ’ εὐόρκου γενεὴ μετόπισθεν ἀμείνων Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 283, πρβλ. 183, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 6. 86, 3, Ἀριστοφ. Πλ. 61, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 42, κτλ.· εἴς τινα Εὐρ. Μήδ. 495. ΙΙ. ἐπὶ ὅρκων, εὔορκα ὀμνύναι, ὁρκίζεσθαι πιστῶς, Ἀντιφῶν 112. 23· διομόσασθαι εὐορκότερα ὁ αὐτ. 143. 18· ψηφίσασθαι Ἰσαῖος 2, ἐν τέλει· γνῶναι Δημ. 310. 16· εὐορκοτέραν θήσεσθε τὴν ψῆφον ὁ αὐτ. 846. 2, πρβλ. 522. 19· εὐορκοτάτην τὴν ψῆφον ἐνεγκεῖν Λυκοῦργ. 149. 23, πρβλ. Λυσ. 153. 3: - συμφώνως πρὸς τὸν ὅρκον τινός, οὐχὶ ἐναντίον τοῦ ὅρκου, εὔορκόν ἐστι Θουκ. 5. 18, πρβλ. 23, 29· εὔορκα ταῦθ’ ὑμῖν ἐστι Δημ. 525. 13· οὕτως ἐν τῷ Ἐπιρρ., τὰ δ’ εὐόρκως ἔχει Αἰσχύλ. Χο. 979· εὔορκον θέσθαι τὴν ψήφον Ἀριστ. Ρητ. Ἀλ. 19, 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui garde la foi jurée, fidèle à un serment;
2 en parl. de choses garanti par un serment;
3 conforme à la parole donnée;
Cp. εὐορκότερος, Sp. εὐορκότατος.
Étymologie: εὖ, ὅρκος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὔορκος, -ον)
αυτός που τηρεί τον όρκο του, ο πιστός στον όρκο του («εἴ τι χαίρεις ἀνδρός εὐόρκου τρόποις», Αριστοφ.)
νεοελλ.
συνεκδ. ευσυνείδητος, ειλικρινής
αρχ.
1. αυτός που είναι σύμφωνος με τον όρκο κάποιου («λόγοις δικαίοις χρωμένοις εὔορκον εἶναι ἀμφοτέροις», Θουκ.)
2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) εὔορκον, εὔορκα
ευόρκως.
επίρρ...
ευόρκως (Α εὐόρκως)
1. σύμφωνα με την υπόσχεση που δόθηκε με όρκο
2. ευσυνειδήτως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + όρκος].

Greek Monotonic

εὔορκος: -ον, I. αυτός που μένει πιστός στον όρκο του, που τηρεί την υπόσχεσή του, σε Ησίοδ., Αττ.
II. λέγεται για όρκους, εὔορκα ὀμνύναι, να ορκίζεται κάποιος πιστά, σε Αττ.· εὔορκόν (ἐστι), βρίσκεται σε συμφωνία με τον όρκο κάποιου, όχι αντίθετα προς αυτόν, σε Θουκ.· εὔορκα ταῦθ' ὑμῖν ἐστι, σε Δημ.· ομοίως και, ως επίρρ., τάδ' εὐόρκως ἔχει, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

εὔορκος:
1) верный клятве (ἀνήρ Hes.): εἴς τινα εὔ. ὤν Eur. соблюдающий данную кому-л. клятву;
2) согласный с клятвой (ψῆφος Dem.): εὔορκόν ἐστιν Thuc. соответствует данной клятве, т. е. разрешается, предоставляется право; εὔορκα ταῦθ᾽ ὑμῖν ἐστι Dem. это соответствует вашей клятве.

Middle Liddell

εὔ-ορκος, ον
I. keeping one's oath, faithful to one's oath, Hes., attic
II. of oaths, εὔορκα ὀμνύναι to swear faithfully, attic; εὔορκόν [ἐστι] it is in accordance with one's oath, no breach of oath, Thuc.; εὔορκα ταῦθ' ὑμῖν ἐστι Dem.; so in adv., τάδ' εὐόρκως ἔχει Aesch.

English (Woodhouse)

faithful to one's oath, keeping one's oath

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)