παράφημι
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
poet. παραίφημι and πάρφημι, A speak gently to, advise, μητρὶ δ' ἐγὼ παράφημι Il.1.577 :—Med., persuade, appease, μνηστῆρας μαλακοῖς ἐπέεσσι παρφάσθαι Od.16.287, 19.6 ; τιν' ἄλλον παρφάμενος ἐπέεσσιν ἀποτρέψεις πολέμοιο Il.12.249, cf. Od.2.189 ; μαλακοῖσι παραιφάμενοι ἐπέεσσιν Hes.Th.90, cf. Parm.1.15. 2 freq. with collat. notion of deceit, speak deceitfully or insincerely, παρφάμεν ὅρκον, λόγον, Pi. O.7.66, P.9.43 :—Med., πολλά μιν παρφαμένα beguiling him, Id.N.5.32.
German (Pape)
[Seite 506] (s. φημί), wie παραμυθέομαι, zureden, rathen, μητρὶ δ' ἐγὼ παράφημι, καὶ αὐτῇ περ νοεούσῃ, Il. 1, 577; u. im med. ermahnen, bereden, beschwichtigen, μνηστῆρας παρφάσθαι Od. 16, 287. 19, 6; h. Cer. 337; auch ἐπέεσσι παρφάμενος u. παραιφάμενος, Il. 12, 249. 24, 771 Od. 2, 189; Hes. Th. 29; gew. mit dem Nebenbegriffe listiger Überredung od. Täuschung; vgl. Pind. θεῶν δ' ὅρκον μέγαν μὴ παρφάμεν, Ol. 7, 65, wie παρφάμεν τοῦτον λόγον P. 9, 43; sp. D., wie τοῖα παραιφαμένη κατέρυκεν Ap. Rh. 2, 287, öfter; Orph. Arg. 95, μείλιχα παρφαμένη δὲ τὸν ὃν πόσιν, 1317; u. geradezu hintergehen, täuschen.
Greek (Liddell-Scott)
παράφημι: ποιητ. παραίφημι καὶ πάρφημι, ὡς τὸ παραμυθέομαι, ὁμιλῶ ἠπίως πρός τινα, παραινῶ, συμβουλεύω, μητρὶ δ’ ἐγὼ παράφημι Ἰλ. Α. 577. ― Μέσ., καταπραΰνω, μαλάσσω, μνηστῆρας μαλακοῖς ἐπέεσσιν παρφάσθαι Ὀδ. Π. 287, Τ. 6· τιν’ ἄλλον παρφάμενος παρφάμενος ἐπέεσιν ἀποτρέψεις πολέμοιο Ἰλ. Μ. 249, πρβλ. Ὀδ. Β. 189· μαλακοῖσι παραιφάμενοι ἐπέεσσιν Ἡσ. Θ. 90· ― πρβλ. παράφασις. 2) συχνάκις μετὰ παραλλήλου ἐννοίας ἀπάτης, ὁμιλῶ ἀπατηλῶς, δὲν φυλάττω, παραβαίνω, παρφάμεν ὅρκον, λόγον Πινδ. Ο. 7. 121, Π. 9. 70· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 5. 58.
French (Bailly abrégé)
conseiller, donner un conseil τινί, à qqn;
Moy. inf. poét. παρφάσθαι, tromper par un mensonge, par un parjure, etc., τινά qqn.
Étymologie: παρά, φημί.
English (Autenrieth)
mid. aor. inf. παρφάσθαι, part. παρφάμενος, παραιφάμενος: ad- vise, Il. 1.577; mid., mislead, delude, appease, Il. 24.771.
Greek Monolingual
και ποιητ. τ. παραίφημι και πάρφημι Α
1. μιλώ ήπια σε κάποιον, συμβουλεύω, παρακινώ, παρηγορώ κάποιον («μητρὶ δ' ἐγὼ παράφημι», Ομ. Ιλ.)
2. μέσ. παράφαμαι, παραίφαμαι, πάρφαμαι
καταπραΰνω, μαλακώνω («μαλακοῑσι παραιφάμενοι ἐπέεσσιν», Ησίοδ.)
3. (συχνά με την έννοια του δόλου) πείθω, εξαπατώ, παραβαίνω, δεν φυλάσσω τον όρκο («θεῶν δ' ὅρκον μέγαν μὴ παρφάμεν», Πίνδ.)
4. μέσ. εξαπατώ τον εαυτό μου («πολλὰ γάρ μιν παντὶ θυμῶ παρφαμένα λιτάνευεν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + φημί «λέγω»].
Greek Monotonic
παράφημι: ποιητ. παραί-φημι και πάρ-φημι,
1. μιλώ ευγενικά, συμβουλεύω, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., πείθω, καταπραΰνω, με αιτ., σε Όμηρ.
2. μιλώ απατηλά ή ψεύτικα, σε Πίνδ.· και στη Μέσ., στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
παράφημι: эп. πάρφημι и παραίφημι, дор. πάρφᾱμι
1) увещевать, сетовать (τινί Hom.);
2) med. уговаривать, обольщать (τινα μαλακοῖς ἐπέεσσιν Hom.);
3) med. лживо говорить: π. ὅρκον Pind. давать ложную клятву.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρά-φημι, ep. inf. med. παρφάσθαι, ptc. παρφάμενος en παραιφάμενος. act. aanraden. med. overhalen, bepraten:. μνηστῆρας μαλακοῖς ἐπέεσσι παρφάσθαι de vrijers met vleiende woorden om de tuin leiden Od. 16.287.
Middle Liddell
poet. παραί-φημι poet. πάρ-φημι
1. to speak gently to, to advise, c. dat., Il.:—Mid. to persuade, appease, c. acc., Hom.
2. to speak deceitfully or insincerely, Pind.; and, in Mid., Pind.