συνυποκρίνομαι
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
[ῑ], A accommodate oneself by pretending, Plb.3.31.7; συνυπεκρίθη τίθεσθαι φιλίαν πρὸς αὐτούς Id.3.52.6: σ. τὸ προσποίημα τῷ Μαρίῳ helping M. to maintain his pretence, Plu.Mar.14; συνυπεκρίνετο τοῖς προθύμως . . διακειμένοις pretended to agree with the eager spirits, Plb.3.92.5, cf. Ep.Gal.2.13, Plu.Mar.17.
Greek (Liddell-Scott)
συνυποκρίνομαι: ἀποθετ., ὑποκρίνομαι μετά τινος ἢ ὁμοῦ, συνυπεκρίθη τίθεσθαι φιλίαν πρὸς αὐτοὺς Πολύβ. 3. 52, 6, πρβλ. 31. 7· ― σ. τινι τὸ προσποίημα, βοηθῶ τινα ὅπως προσποιηθῇ, Πλουτ. Μάρ. 14.
French (Bailly abrégé)
aider à feindre : τινί τι aider qqn à feindre qch, appuyer un prétexte donné par qqn.
Étymologie: σύν, ὑποκρίνομαι.
English (Strong)
from σύν and ὑποκρίνομαι; to act hypocritically in concert with: dissemble with.
English (Thayer)
1st aorist passive, συνυπεκριθην, with the force of the middle (cf. Buttmann, 52 (45)); to dissemble with: τίνι, one, Polybius 3,92, 5 and often; see Schweighaeuser, Lex. Polybius, p. 604; Plutarch, Marius, 14,17.)
Greek Monolingual
Α
(αποθ.) υποκρίνομαι μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο.
Greek Monotonic
συνυποκρίνομαι: [ῑ], αποθ., ερμηνεύω, υποκρίνομαι ως ηθοποιός, υποκριτής έναν ρόλο από κοινού με άλλους· βοηθώ κάποιον να προσποιηθεί κάτι, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
συνυποκρίνομαι: (ρῑ)
1) вместе симулировать, разыгрывать (φιλίαν πρός τινα Polyb.): σ. τὸ προσποίημά τινι Plut. разыгрывать комедию вместе с кем-л.;
2) вместе или одновременно притворяться, лицемерить (τινι NT).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνυποκρίνομαι [σύν, ὑποκρίνω] (samen met...) doen alsof, (samen met...) meespelen; abs. het spel meespelen:; NT Gal. 2:13; met acc. en dat.: ἀπιθάνως συνυποκρίνεσθαι τὸ προσποίημα τῷ Μαρίῳ op ongeloofwaardige wijze het spel (het voorwendsel) meespelen met Marius Plut. Mar. 14.14.
Middle Liddell
Dep. to play a part along with others: to help another in maintaining a thing, Plut.
Chinese
原文音譯:sunupokr⋯nomai 尋-語坡-克里挪買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:共同-被-審判
字義溯源:一同裝假,隨同裝假,一同掩飾;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ὑποκρίνομαι)=裝假)組成,其中 (ὑποκρίνομαι)又由(ὑπό)*=被,在⋯下)與(κρίνω)*=辨別)組成
出現次數:總共(1);加(1)
譯字彙編:
1) 隨同⋯裝假(1) 加2:13