τίλος

From LSJ
Revision as of 12:28, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τίλος Medium diacritics: τίλος Low diacritics: τίλος Capitals: ΤΙΛΟΣ
Transliteration A: tílos Transliteration B: tilos Transliteration C: tilos Beta Code: ti/los

English (LSJ)

ὁ, (τίλλω) A anything plucked: οἱ τίλοι the fine hair of the eyebrows, Poll.2.50; also τιλ[λ]ά· πτερά, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1114] ὁ, alles klein Gerupfte, Flocken, Fasern; bes. heißen die kleinen seinen Haare der Augenbrauen τίλοι, auch τὰ τίλα, Poll. 2, 50.

Greek Monolingual

(II)
ο / τῑλος, ΝΑ
τίλημα, τσίρλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. τῖλος, συνδέεται με τ. της Ινδοευρωπαϊκής που εμφανίζουν όμως διαφορά στο επίθημα: αρμ. t ' rik' «κόπρος», αγγλοσαξ. pĩnan «υγραίνομαι», αρχ. σλαβ. ti-na «λάσπη», αρχ. σλαβ. timeno «έλος, τέλμα». Η λ. συνδέεται πιθ. και με τη λ. τῖ-φ-ος. Η σύνδεση, τέλος, της λ. με την οικογένεια του ρ. τήκω «λειώνω» προσκρούει τόσο σε μορφολογικές όσο και σε σημασιολογικές δυσχέρειες].