φρούριον

From LSJ
Revision as of 14:30, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρούριον Medium diacritics: φρούριον Low diacritics: φρούριον Capitals: ΦΡΟΥΡΙΟΝ
Transliteration A: phroúrion Transliteration B: phrourion Transliteration C: froyrion Beta Code: frou/rion

English (LSJ)

Dor. φρώριον Inscr.Cret.1 xvi 17.15 (Lato, ii B. C.), τό, A fort, citadel, A.Eu.919 (lyr.), IG12.93.17, etc.; ἀντὶ τοῦ πόλις εἶναι φρούριον κατέστη Th.7.28: esp. hill-fort, as distd. from a fortified town, Id.2.18, 3.18,51, Lys.12.40, X.Cyr.1.4.16, etc.; βίον ὡς οἰκτρὸν ἐξαντλοῦσιν οἱ τὰ φ. τηροῦντες Men.74; τὰ φ. καὶ τὰ ὅρια τῆς Ἀττικῆς IG22.1028.22. 2 prison, of the body, Pl.Ax.366a. II garrison, of a place, A.Pr.801 (where Sch. also expl. by thing to be guarded against); φυλασσόμεσθα φρουρίοισι E.Or.760 (troch.); πόλεως φ., of the Areopagites, A.Eu.949 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1310] τό (kein dim., wie auch der Accent zeigt), 1) Wachposten, fester Platz, Burg od. Schloß mit Besatzung, Festung; Aesch. Eum. 879; Eur. Or. 758; Thuc. 2, 18, oft; τὰ περὶ τὴν Ἀττικὴν φρούρια καθεῖλον Lys. 12, 40; Plat. Rep. VIII, 561 b; Xen. Cyr. 1, 4,16 u. A., u. Sp., ψυχῆς Polemo 1 (XI, 38); Gefängniß, Plat. Ax. 365 e. – 2) die Besatzung, Aesch. Prom. 803 Eum. 909.

Greek (Liddell-Scott)

φρούριον: τό, (φρουρὸς) ὡς καὶ νῦν, τόπος φυλαττόμενος ὑπὸ φρουρᾶς, ὀχυρὸς ἢ ὠχυρωμένος τόπος, κοινῶς «κάστρον», Αἰσχύλ. Εὐμ. 919, Θουκ., κλπ.· ἀντὶ τοῦ πόλις εἶναι φρούριον κατέστη ὁ αὐτ. 7. 28· μάλιστα δὲ ὀχύρωμα ἐπὶ λόφου ἢ βουνοῦ, πύργος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ὠχυρωμένην πόλιν, ὁ αὐτ. 2. 18., 3. 18, 51, Λυσί. 124. 1, Ξεν., κλπ.· βίον ὡς οἰκτρὸν ἐξαντλοῦσιν οἱ τὰ φρούρια τηροῦντες Μένανδρ. ἐν «Ἀσπίδι» 5· πρβλ. περίπολος Ι. 2) φυλακή, εἱρκτή, Πλάτ. Ἀξίοχ. 365Ε. ΙΙ. ἡ φρουρὰ θέσεώς τινος ἢ ὀχυρώματος, Αἰσχύλ. Προμ. 801 (ἔνθα ὁ Σχολιαστὴς ἔχει καὶ ἑτέραν ἑρμηνείαν, πρᾶγμα ὅπερ πρέπει τις νὰ φυλάττηται), φυλασσόμεσθα φρουρίοις Εὐρ. Ὀρ. 760, Θουκ. 2. 93· πόλεως φρ., οἱ Ἀρεοπαγῖται, Αἰσχύλ. Εὐμ. 949. [Εἶναι ὑποκορ. μόνον κατὰ τύπον].

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 poste gardé, particul. citadelle, château fort;
2 garde qui veille sur un poste.
Étymologie: φρουρός.

Greek Monotonic

φρούριον: τό (φρουρός
I. παρατηρητήριο, οχυρωμένος τόπος, κάστρο, σε Αισχύλ., Θουκ. κ.λπ.
II. φρούριο, οχυρό, λέγεται για τόπο, σε Αισχύλ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

φρούριον: τό
1) сторожевой пост, форт Aesch., Thuc., Lys., Xen., Men. etc.;
2) стража, охрана Aesch., Eur., Thuc. etc.;
3) тюрьма Plat.

Middle Liddell

φρούριον, ου, τό, φρουρός
I. a watch-post, garrisoned fort, citadel, Aesch., Thuc., etc.
II. the guard, garrison, of a place, Aesch., Thuc.

English (Woodhouse)

garrison, guard-post, body of guards, body of watchers, guard post, military station

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)