ἀντεπιβουλεύω

From LSJ
Revision as of 19:21, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίονἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντεπιβουλεύω Medium diacritics: ἀντεπιβουλεύω Low diacritics: αντεπιβουλεύω Capitals: ΑΝΤΕΠΙΒΟΥΛΕΥΩ
Transliteration A: antepibouleúō Transliteration B: antepibouleuō Transliteration C: antepivouleyo Beta Code: a)ntepibouleu/w

English (LSJ)

A form counter-designs, Th.1.33,3.12, etc.

German (Pape)

[Seite 247] dagegen nachstellen, Thuc. 3, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεπιβουλεύω: σχεδιάζω ἐπιβουλὰς ἐναντίον τῶν ἐπιβουλῶν ἑτέρου, μετά δοτ., προεπιβουλεύειν αὐτοῖς μᾶλλον ἢ ἀντεπιβουλεύειν Θουκ. 1. 33., 3. 12, κτλ.

French (Bailly abrégé)

tendre une embuscade à son tour.
Étymologie: ἀντί, ἐπιβουλεύω.

Spanish (DGE)

maquinar a su vez contra αὐτοῖς Th.1.33, τῷ Φαβίῳ D.C.Epit.9.8.2, ἀλλήλοις Iambl.Protr.20 (p.103.12)
abs. Th.3.12.

Greek Monolingual

ἀντεπιβουλεύω (Α)
κάνω σχέδια εναντίον κάποιου που κάνει το ίδιο εναντίον μου.

Greek Monotonic

ἀντεπιβουλεύω: μέλ. -σω, κάνω επίβουλα σχέδια ως ανταπόδοση, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντεπιβουλεύω:
1) со своей стороны прибегать к интригам (προεπιβουλεύειν τινὶ μᾶλλον ἢ ἀ. Thuc.);
2) устраивать засаду (ἀλλήλοις Plut.).

Middle Liddell

to form counter-designs, Thuc.