ἤλιθα

From LSJ
Revision as of 11:50, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἤλῐθα Medium diacritics: ἤλιθα Low diacritics: ήλιθα Capitals: ΗΛΙΘΑ
Transliteration A: ḗlitha Transliteration B: ēlitha Transliteration C: ilitha Beta Code: h)/liqa

English (LSJ)

Adv. A very much, exceedingly, ληΐδα . . συνελάσσαμεν ἤ. πολλήν Il.11.677, cf. Od.5.483; ἄστρα ἤ. μυρία Man.2.3; καθαρὴν γλάγεος πόσιν ἤ. πίνειν Nic.Al.423, cf. A.R.3.342 (expl. by Sch. as,= ἀθρόως), 4.177,1265. II in vain, to no purpose, Call.Lav.Pall.124, A.R. 2.283; ἔβρασεν ἤ. νηδὺς πνεύματα Nic.Al.25, cf. 140. (Prob. connected with ἠλεός in both uses.)

German (Pape)

[Seite 1161] 1) (vgl. ἅλις) hinlänglich, hinreichend, bei Hom. immer mit πολύς verbunden, ληΐδα ἤλιθα πολλήν Il. 11, 677, vgl. Od. 9, 330. 14, 215, hinlänglich viel, sehr viel; ἤλιθα μυρία Man. 2, 3; VLL. erkl. ἀθρόως, δαψιλῶς; so auch von der Zeit, auf einmal, Ap. Rh. 3, 342. – 21 (mit ἠλός, ἠλεός, ἠλίθιος zusammenhangend) vergeblich, umsonst; γνωσεῖται δ' ὄρνιθας, ὃς αἴσιος, οἵ τε πέτονται ἤλιθα Callim. lav. Pall. 124; vgl. Ap. Rh. 2, 283; Hesych. erkl. μάτην.

Greek (Liddell-Scott)

ἤλῐθα: ἐπίρρ., (ἅλις) ἱκανῶς, ἀρκούντως, Λατ. satis multum, ληΐδα... συνελάσσαμεν ἤλιθα πολλὴν Ἰλ. Λ. 677∙ ἐν τῇ Ὀδ. ἀείποτε ἤλιθα πολλὴ Ε. 483, Ι. 330, Ξ. 215, Τ. 443∙ παρὰ πολύ, εἰς ὑπερβολήν, ἢ ἴσως μᾶλλον ὡς τὸ ἀθρόως, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 342, Δ. 177, 1265. ΙΙ. (ἠλεὸς) ματαίως, ὡς τὸ μάτην, Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 124, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 283 (= μάτην ἐν 281)∙ πρβλ. ἠλίθιος.

French (Bailly abrégé)

adv.
démesurément : ληΐδα ἤλιθα πολλήν IL un immense butin.
Étymologie: cf. *ἠλός, ἠλίθιος.

English (Autenrieth)

(ἅλις): sufficiently, always ἤλιθα πολλή(ν), ‘very much’ (satis multum), Il. 11.677, Od. 5.483.

Greek Monolingual

ἤλιθα (Α)
επίρρ.
1. αρκετά, υπερβολικά («ληίδα συνελάσσαμεν ἤλιθα πολλήν» — λάφυρα συγκεντρώσαμε πάρα πολλά, Ομ. Ιλ.)
2. άσκοπα, μάταια («οἵ τε πέτονται ἤλιθα» — κι αυτοί πετούν άσκοπα, Καλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. ήλιθα < ήλιθος < ηλεός.
ΠΑΡ. ηλίθιος].

Greek Monotonic

ἤλῐθα:1. επίρρ. (ἅλις), αρκετά, επαρκώς, ικανοποιητικά, Λατ. satis· ληὶς ἤλιθα πολλή, σε Ομήρ. Ιλ.· δύη ἤλιθα πολλή, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.
2. μάταια, όπως το μάτην.

Russian (Dvoretsky)

ἤλῐθᾰ: adv. немало, изрядно, довольно: ληῒς ἤ. πολλή Hom. немалая добыча; φύλλων χύσις ἤ. πολλή Hom. большая груда (опавшей) листвы.

Frisk Etymological English

ἠλίθιος See also: s. ἠλεός.

Middle Liddell

ἅλις
enough, sufficiently, Lat. satis, ληὶς ἤλιθα πολλή Il.; δύη ἤλιθα πολλή Od., etc.

Frisk Etymology German

ἤλιθα: ἠλίθιος
{ḗlitha}
See also: s. ἠλεός.
Page 1,630