έρμα

From LSJ
Revision as of 19:50, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple

Source

Greek Monolingual

το (AM ἕρμα)
πρόσθετο βάρος το οποίο τοποθετείται στο κύτος πλοίου ή λέμβου για να αυξήσει την ευστάθειά τους, η σαβούρα
νεοελλ.
1. πρόσθετο βάρος, το οποίο τοποθετείται στη λέμβο αερόστατου, για να ρυθμίζεται η ανύψωσή του
2. στρώμα από σκύρα, μέσα στο οποίο τοποθετούνται οι στρωτήρες (τραβέρσες), όπου στηρίζονται οι τροχιές του σιδηρόδρομου
3. ηθικές αρχές («άνθρωπος άνευ ηθικού έρματος» — άνθρωπος ανερμάτιστος, που δεν έχει σταθερό χαρακτήρα)
αρχ.
1. οι δοκοί, στις οποίες στηρίζονται όρθια τα πλοία που ανασύρονται στην ξηρά
2. (για άντρες) στήριγμα τών άλλων, προστάτηςἕρμα πόληος» — προστάτης, υπερασπιστής πόλης)
3. ύφαλος στη θάλασσαἕρμα γῆς ἁπαλόν» — πηλώδης ύφαλος)
4. ύψωμα, λοφίσκος, σωρός χώματος ή λίθων
5. στον πληθ. τά ἕρματα
α) τα σκουλαρίκια
β) δεσμός, ταινία, βρόχος
γ) οι σπείρες του σώματος του ερπετού
6. φρ. α) «ἀφετήριον ἕρμα» — το μέρος απ’ όπου ξεκινά κάποιος
β) «ἕρματα θεμελίων» — ερείπια θεμελίων
γ) «μελαινέων ἕρμ’ ὀδυνάων» — οξύ βέλος που είναι αιτία ανυπόφορων πόνων
δ) «λαβοῦσα ἕρμα Δῑον» — αυτή που συνέλαβε και εγκυμονεί από τον Δία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολογίας ρηματικό παράγωγο σε -μα λόγω τών πολλαπλών σημασιών του. Η επικρατέστερη άποψη επιχειρεί ακριβώς να συνδυάσει τη μορφή με μια βασική αρχική σημασία από την οποία μπορούν φυσιολογικά να προκύψουν οι διάφορες μεταγενέστερες σημασιολογικές διαφοροποιήσεις. Έτσι ανάγεται στην ΙΕ ρίζα swer- «ζυγίζω, βαρύς» με παρέκταση suer-mn. Η σύνδεση με το αρχ. ινδ. varsman «γήλοφος, κορυφή» παρουσιάζει σημασιολογικά προβλήματα. Ομοίως και η σύνδεση με τα αρχ. ινδ. svaru «πάσσαλος», αγγλοσαξ. swer «κίων», λατ. surus «κλάδος, πάσσαλος». Πιθανότερη και στο πνεύμα της αναγωγής στην ΙΕ ρίζα swer- είναι η σύνδεση με τα λιθ. sveriu «ζυγίζω» και αρχ. ινδ. swār(i) «βαρύς». Εικάζεται επίσης μη ΙΕ προέλευση της λ. από το όνομα του λυδικού ποταμού Έρμου ή τα λυδικά ανθρωπωνύμια σε Erm-, Arm-.
ΠΑΡ. ερματίζω
αρχ.
ερμάζω, ερμαίος, έρμαχες, έρμαξ, ερματικός, ερματίτης, ερμεών, ερμίς (ερμῑν)
νεοελλ.
ερμακιά].