ὁλοίτροχος

From LSJ
Revision as of 17:50, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10

German (Pape)

[Seite 325] od. ὀλοίτροχος, ὁ, runder Felsblock, Stein, wie man sie von oben herab auf die Feinde zu wälzen pflegte, Walzenstein (Vollrad erkl. Nitzsch zu Od. 1, 52, zum Unterschiede von dem hölzernen Rade, welches Speichen hat, so benannt); προσιόντων τῶν βαρβάρων ὀλοιτρόχους ἀπίεσαν, Her. 8, 52; ἐκυλίνδουν οἱ βάρβαροι ὁλοιτρόχους ἁμαξιαίους, Xen. An. 4, 2, 3; πέτροι, Theocr. 22, 49, der damit die runden, festen Muskeln des Fechterarms vergleicht. S. noch ὀλοοίτροχος. Über die Verlängerung des ο in οι s. Lob. Phryn. 648. – An eine Ableitung von ὄλλυμι, ὀλοός, gleichsam Verderben rollend, zum Verderben Anderer herabrollend, ist schwerlich zu denken, wenn es auch etymologisch möglich wäre, das Wort so zu erklären.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui court ou roule d’une masse (pierre).
Étymologie: R. Ϝελ, rouler, τρέχω.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλοίτροχος: ἢ ὀλοίτροχος, ὁ, λίθος περιφερὴς καὶ στρογγύλος, οἵους οἱ πολιορκούμενοι ἐκυλίνδουν κατὰ τῶν πολιορκούντων, Ἡρόδ. 8. 52, Ξεν. Ἀν. 4. 2, 3· ὀλοοίτροχος παρ’ Ὁμ., ὀλ. ὣς ἀπὸ πέτρης, «ὁ ἐν τῷ τρέχειν ὀλοός, τουτέστιν ὀλέθριος, ἐπεὶ καταφερόμενος πᾶν τὸ ἐμπῖπτον βλάπτει» (Σχόλ.), Ἰλ. Ν. 137· οὕτω καὶ ἐν Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 5. 92, 2· - ὡσαύτως ὡς ἐπίθετ., πέτροι ὁλοίτροχοι, στρογγύλοι λίθοι πρὸς οὓς παραβάλλονται οἱ μυῶνες τοῦ βραχίονος ἀθλητοῦ, Θεόκρ. 22. 49· καὶ ἐνταῦθα ἀρκετὰ σαφῶς περιγράφονται, οὕς τε κυλίνδων χειμάρρους ποταμὸς μεγάλαις περίξεσε δίναις. (Ἐκ τούτου εἶναι πιθανὸν ὅτι τὸ πρῶτον μέρος τῆς λέξεως παράγεται ὡς τὸ ὅλμος, ἐκ τῆς √ϜΕΛ, εἴλω, vol-vo. Ὁ Ἡσύχ. ἔγραψεν ὁλότροχος, ὅπερ παραδέχονταί τινες τῶν φιλολόγων ἐτυμολογοῦντες τὴν λέξιν ἐν τοῦ ὅλος, τρέχω, ἐντελῶς στρογγύλος, Nitzsch. εἰς Ὀδ. Α. 52. Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 648).

Russian (Dvoretsky)

ὁλοίτροχος:
I и ὀλό-τροχος 2 катящийся (πέτροι Hom., Theocr.).
II ὁ (sc. πέτρος) обкатанный камень, круглая глыба Xen.

Middle Liddell

ὁλοί-τροχος, ορ ὀλοί-τροχος, ὁ, εἴλω, volvo, τροχός
1. a rolling stone, a round stone, such as besieged people rolled down upon their assailants, Hdt., Xen.; ὀλοοίτροχος in Il. and Orac. ap. Hdt.
2. as adj., πέτροι ὁλοίτροχοι round stones, to which the muscles of an athlete's arm are compared, Theocr.