μετανάστασις

From LSJ
Revision as of 13:10, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " in pl." to " in plural")

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετανάστᾰσις Medium diacritics: μετανάστασις Low diacritics: μετανάστασις Capitals: ΜΕΤΑΝΑΣΤΑΣΙΣ
Transliteration A: metanástasis Transliteration B: metanastasis Transliteration C: metanastasis Beta Code: metana/stasis

English (LSJ)

εως, ἡ, A migration, in plural, Hp.Aër.20, Th.1.2, 2.16, X.Mem.3.5.12, Str.3.4.19: sg., of the soul, Ph.1.91: metaph., μεταναστάσεις τῆς γνώμης Procop.Arc.22.

German (Pape)

[Seite 150] ἡ, Umzug von einem Orte zum andern, bes. erzwungene Umsiedelung, Thuc. 1, 2, οὐ ῥᾳδίως τὰς μεταναστάσεις ἐποιοῦντο, 2, 16; Xen. Mem. 3, 5, 12; Pol. 34, 1, 3 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μετανάστᾰσις: ἡ, μετοίκησις, Ἱππ. π. Ἀέρ. 292, Θουκ. 1. 2., 2. 16, κτλ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
émigration.
Étymologie: μετανίστημι.

Greek Monolingual

μετανάστασις, ἡ (Α) ματανίστημι
1. μετοίκηση από έναν τόπο σε άλλο («πολλῶν μεταναστάσεων ἐν τῇ Ἑλλάδι γεγονυιῶν», Ξεν.)
2. μτφ. μεταβολή, αλλαγή («μεταναστάσεις τῆς γνώμης», Προκ.)
3. μτφ. κατάλυση, εξαφάνιση, ανατροπή, συντριβή («ἀπείκασεν... σεισμῷ τὴν μετανάστασιν καὶ κατάλυσιν [τῆς εἰδωλολατρίας]», Ιππόλ.).

Greek Monotonic

μετανάστᾰσις: ἡ, μετανάστευση, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

μετανάστᾰσις: εως ἡ переселение, выселение Thuc., Xen., Polyb., Plut.

Middle Liddell

μετ-ανάστᾰσις, ιος, ἡ,
migration, Thuc.

English (Woodhouse)

migration, change of abode

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)