μυωτός
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
(B), ή, όν, (μῦς IV) A furnished with muscles, σάρκες Clearch. 72.
μυωτός (A), ή, όν, either A made of mouse-skin, or embroidered with figures of mice, χιτών (among the Armenians) Poll.7.60.
German (Pape)
[Seite 225] mit Muskeln versehen, σάρκες, Ath. IX, 899 b. – Aber anders χιτών, s. Poll. 7, 60.
Greek (Liddell-Scott)
μυωτός: χιτών τις παρὰ τοῖς Ἀρμενίοις, «Ἀρμενίων δὲ ὁ μυωτός, ἢ ἐκ μυῶν τῶν παρ’ αὐτοῖς συνυφασμένος, ἢ μυίας ἔχων ἐμπεποικιλμένας» Πολυδ. Ζ΄, 60.
Greek Monolingual
μυωτός, -ή, -όν (Α) μυς
1. αυτός που έχει συρραφεί από δέρμα ποντικών ή που είναι κεντημένος με μορφές ποντικών («μυωτὸς χιτών», Πολυδ.)
2. αυτός που αποτελείται από μυς ή αυτός που έχει ανεπτυγμένους μυς, ο μυώδης («σάρκες μυωταὶ καθ' ἑκάτερον μέρος», Αθήν.).