παραθαλάσσιος
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
Att. παραθαλάττιος, α, ον (also ος, ον Th.4.56), beside the sea, τὰς πόλιας τὰς παραθαλασσίας Hdt.7.109; τὰς παραθαλασσίας κώμας Id.8.23; τὰ παραθαλάσσια τῆς Ἑλλάδος Id.3.135; τὰ παραθαλάσσια τῶν καρπῶν Id.4.199; ἡ παραθαλασσία (sc. γῆ) X.HG4.8.7.
German (Pape)
[Seite 478] ια, ιον, att. -ττιος, auch 2. Endungen, neben dem Meere, am Meere gelegen; Her. 4, 191. 5, 25 u. sonst; Thuc. 1, 5; τῆς παραθαλαττίας γῆς, Xen. Hell. 1, 1, 24, wie Sp., Pol. 1, 20, 6 u. öfter. – Auch ἡ παραθαλαττία allein, sc. γῆ, Xen. Hell. 4, 8, 7, wie τὰ παραθαλάττια, D. C. 41, 44.
Greek (Liddell-Scott)
παραθᾰλάσσιος: Ἀττ. -ττιος, α, ον, ὡσαύτως ος, ον, Θουκ. 4. 56: - ὁ παρὰ τὴν θάλασσαν, ὁ κείμενος παρὰ τὴν ἀκτὴν τῆς θαλάσσης, τὰς πόλεις τὰς π. Ἡρόδ. 7. 109· τὰς π. κώμας ὁ αὐτ. 8. 23· τὰ π. τῆς Ἑλλάδος ὁ αὐτ. 3. 135, πρβλ. 4. 199· ἡ π. (ἐξυπακ. γῆ) Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 7.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui est sur le bord de la mer, maritime ; τὰ παραθαλάσσια HDT le littoral.
Étymologie: παρά, θάλασσα.
English (Slater)
παραθαλάσσιος
1 by the sea Εὐρυνόμα Χάριτ[ας] π[αραθαλα]σσίας ἔτικτεν (supp. Bergk, Snell: “Eurynome cum sit Oceani filia, in maris fundo Gratias partu edidit,” Bergk) ? fr. 333a. 11.
English (Strong)
from παρά and θάλασσα; along the sea, i.e. maritime (lacustrine): upon the sea coast.
English (Thayer)
παραθαλασσια, παραθαλασσιον (παρά and θάλασσα), beside the sea, by the sea: Sept.; Herodotus, Xenophon, Thucydides, Polybius, Diodorus, others.)
Greek Monolingual
-α, -ο / παραθαλάσσιος, -ία, -ον και αττ. τ. παραθαλάττιος, -ία, -ον θηλ. και -ος, ΝΜΑ
αυτός που βρίσκεται κοντά στη θάλασσα, παράκτιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. παρά τὴν θάλασσαν + επίθημα -ιος].
Greek Monotonic
παραθᾰλάσσιος: Αττ. -ττιος, -α, -ον, αυτός που βρίσκεται δίπλα στη θάλασσα, που είναι ξαπλωμένος στην ακτή, θαλασσινός, σε Ηρόδ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
παραθᾰλάσσιος:
I атт. παραθᾰλάττιος 3 приморский (πόλις Her. etc.; γῆ Xen.).
παραθαλάσσιος: II ὁ приморский житель Plut.
Middle Liddell
παρα-θᾰλάσσιος, αττιξ -ττιος, η, ον
beside the sea, lying on the sea-side, maritime, Hdt., Xen.
Chinese
原文音譯:paraqal£ssioj 爬拉-他拉西哦士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:在旁-海
字義溯源:沿海,靠海,海邊;由(παρά)*=旁,出於)與(θάλασσα)*=海,波浪)組成
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編:
1) 靠海(1) 太4:13
English (Woodhouse)
by the sea, by the shore, near the sea, of the coast, on the coast, on the sea