πλάστης

From LSJ
Revision as of 17:35, 22 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλάστης Medium diacritics: πλάστης Low diacritics: πλάστης Capitals: ΠΛΑΣΤΗΣ
Transliteration A: plástēs Transliteration B: plastēs Transliteration C: plastis Beta Code: pla/sths

English (LSJ)

ου, ὁ, A moulder, modeller, in clay or wax, Pl.R.588d, Lg.671c, Plu.Per.12; sculptor, IG11(4).1105 (Delos, iii B. C.), Luc.Im.9, Gal.Med.Phil.2; brickmaker, Meyer Ostr.61.6 (iii B. C.); perh. = τριχοπλάστης, Plu.Dio9. II creator, Ph.1.434.

German (Pape)

[Seite 625] ὁ, der Bildner, Former, Schöpfer, bes. der in Thon od. Wachs arbeitende Künstler, Plat. Rep. IX, 588 c u. Sp., wie Plut. Thes. 4.

Greek (Liddell-Scott)

πλάστης: -ου, ὁ, (πλάσσω) ὁ πλάττων, σχηματίζων, τεχνίτης ἐργαζόμενος τὸν πηλὸν ἢ κηρόν, Πλάτ. Πολ. 588D, Νόμ. 671C, Πλούτ., κλ.· ὡσαύτως ἀντὶ τριχοπλάστης, Πλουτ. Δίων 9. ΙΙ. δημιουργός, Φίλων 1. 434, Ἐκκλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 427, 428.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui façonne, qui modèle :
1 ouvrier en argile ou en cire, modeleur, statuaire;
2 coiffeur.
Étymologie: πλάσσω.

Spanish

modelador

Greek Monolingual

ο, θηλ. πλάστρα / πλάστης, θηλ. πλάστις, -ιδος, ΝΜΑ πλάσσω
1. αυτός που πλάθει, κατασκευάζει κάτι, αυτός που με το πλάσιμο δίνει μορφή σε κάτι
2. (ιδίως) τεχνίτης ειδικός στην κατασκευή πήλινων ή κέρινων ομοιωμάτων
3. ο θεός ως δημιουργός του κόσμου, του σύμπαντος («δοξάζω τον ποιητήν τών ουρανών, τον πλάστη», δημ. τραγούδι)
νεοελλ.
1. μικρή κυλινδρική ράβδος που χρησιμοποιείται για την κατασκευή λεπτών φύλλων ζύμης, το πλαστήρι
2. πλαστίδιο
3. μτφ. αυτός που δημιουργεί κάτι φανταστικό («γιατ' είν' η αγάπη πλάστρα / και πλάθει μύρια πλάσματα που συντροφιά μας τά 'χει», Ζερβ.)
αρχ.
1. γλύπτης
2. κατασκευαστής πλίνθων
3. αυτός που ασχολείται με την περιποίηση της κόμης, τριχοπλάστης.

Greek Monotonic

πλάστης: -ου, ὁ, αυτός που πλάθει, που σχηματίζει, πλάστης σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

πλάστης: ου ὁ
1) ваятель, гончар или скульптор (πλάσται εἰκόνων Plut.): δεινοῦ πλάστου τὸ ἔργον (sc. ἐστίν) Plat. это дело искусного ваятеля;
2) парикмахер Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλάστης -ου, ὁ [πλάττω] vormgever; van een boetseerder; Plat. Resp. 588d; van een beeldhouwer; Luc. 43.9; van een kapper. Plut. Dion 9.3.

Middle Liddell

πλάστης, ου, ὁ,
a moulder, modeller, Plat.