πόρπη
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
ἡ, (πείρω) A = περόνη, brooch, clasp for fastening dresses, esp. on the shoulders; used for piercing the eyes, E.Ph.62, Hec.1170: mostly pl., of the fastenings for women's dresses, Il.18.401, h.Ven.163, E.El.318, etc.; worn as emblem of rank by συγγενεῖς τῶν βασιλέων, LXX 1 Ma.10.89; by a Roman officer,=fibula, IGRom.1.1299 (Egypt); of a hair-clasp, Luc.Dom. 7.
German (Pape)
[Seite 685] ἡ (wahrscheinlich von πείρω, περάω, durchstechen), der Ring an der Spange, Schnalle, in welchem die περόνη befestigt war, u. übh. Spange, Heftel, Il. 18. 401, h. Ven. 164, bei der weiblichen Kleidung gebraucht; χρυσηλάτοις πόρπαισιν αἱμάξας κόρας, Eur. Phoen. 62; χρυσέαις ἐζευγμέναι πόρπαισιν, El. 318. Nach Poll. 7, 54 an der Brust, wie περόνη an der Schulter. – Einzeln bei Sp. – Hesych. erkl. auch ὁ ἀνοχεὺς τῆς ἀσπίδος, εἰς ὃν ὁ πῆχυς ἀνίεται, also = πόρπαξ.
Greek (Liddell-Scott)
πόρπη: ἡ, (πείρω) = περόνη, καρφίς, ὅθεν καθόλου, περόνη μετὰ κρίκου ἢ θηλυκώματος, «καρφίτσα», χρήσιμος πρὸς στερέωσιν ἐνδυμάτων ἐπὶ τοῦ σώματος, μάλιστα ἐπὶ τοῦ ὤμου· ἐγένετο χρῆσις αὐτῆς πρὸς διατρύπησιν ὀφθαλμῶν, Εὐρ. Φοίν. 62, Ἑκάβ. 1170· ― ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., καὶ ἐπὶ τῶν ἐν χρήσει ἐν τῷ γυναικείῳ ἱματισμῷ ἀλλ’ ὡσαύτως καὶ τῷ τῶν ἀνδρῶν, Ἰλ. Σ. 401, Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 164, Εὐρ. Ἑλ. 318· ἐπὶ καρφίδος τῆς κόμης, Λουκ. περὶ Οἴκου 7.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
agrafe, particul. :
1 agrafe pour attacher le vêtement sur l’épaule;
2 agrafe ou boucle pour la chevelure.
Étymologie: πείρω.
English (Autenrieth)
(πείρω): buckle, brooch, Il. 18.401†. (See cut No. 97.)
Greek Monotonic
πόρπη: ἡ (πείρω), = περόνη, καρφίτσα, σε Ευρ.· στον πληθ., πόρπη ή καρφίτσα, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
πόρπη: ἡ
1) застежка, пряжка, булавка Hom., HH, Eur.;
2) головная шпилька, пряжка для волос Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πόρπη -ης, ἡ [πείρω] gesp, pin (van een kledingstuk); haarspeld. Luc. 10.7.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: clasp (Il.).
Derivatives: πορπίον, -άω, -ημα, -όομαι, -ωμα; with κ-suffix πόρπαξ, -ακος m. ring or loop on the inner (bulging) side of a shield (B., S., E. Ar), part of the headgear of a horse (E. Rh. 385) with -ακιζομαι (Ar.); prop. Dorian expression, s. Chantraine Form. 381, Björck Alpha impurum 296f.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The word has been interpreted as broken reduplication of πείρω (Bq., WP 2, 39, Schwyzer 423), or from *pork-u̯a to πόρκης (WP 2, 39, Hofm. 280). -- Furnée 163 connects πορφὶτῳ περόνῃ H. and concludes that the word is Pre-Greek.
Middle Liddell
πόρπη, ἡ, πείρω = περόνη
a buckle-pin, Eur.;—in pl. a buckle or brooch, Il., Eur.