τετράς

From LSJ
Revision as of 18:25, 5 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "q.v." to "q.v.")

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράς Medium diacritics: τετράς Low diacritics: τετράς Capitals: ΤΕΤΡΑΣ
Transliteration A: tetrás Transliteration B: tetras Transliteration C: tetras Beta Code: tetra/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, A the number four, Arist.Metaph.1081b16, 1090b23, Ph.1.22, Plu.Lyc.5, etc. 2 the fourth dav of the month, h.Merc. 19, Hes.Op.794,798, Ar.Nu.1131, Th.5.54, IG12.304.50,62, etc.; so Boeot. πετράς (q.v.); τετράδι γέγονας, prov. of one born to a life of labour (cf. τετραδισταί 11), Pl.Com.100, cf. Aristonym.4, Sannyr. 5. b the fourth day of the week, Wednesday, Cod.Just.9.4.6.1. 3 a space of four days, Hp.Prog.20. 4 the four quarters of the moon, Thphr.Sign.5,27,38. II = τετραρχία 1, Hellanic.52 J. III κατὰ τετράδα διατετάχθαι in four divisions, Ascl.Tact.3.1.

German (Pape)

[Seite 1099] άδος, ἡ, die Zahl 4, Plut. Symp. 9, 2 u. a. Sp. – Bes. der vierte Tag, Hes. O. 796. 800. 811. 821; φθίνοντος, Thuc. 5, 54; er war in jedem Monate dem Hermes geweiht, Schol. Ar. Plut. 1126. – Auch eine Zeit von vier Tagen. – Ein Quartblatt, quaternio.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
le quatrième jour du mois.
Étymologie: τέτταρες.

Greek Monolingual

(I)
-άδος, ἡ, ΜΑ
βλ. τετράδα.
(II)
-άντος, ο / τετρᾱς, -ᾱντος, ΝΜΑ
χάλκινο νόμισμα τών αρχαίων Ρωμαίων που είχε αξία ίση με ένα τέταρτο του ασσαρίου
νεοελλ.
γεωμετρικό όργανο ευρύτατης άλλοτε χρήσης για μέτρηση υψών και αποστάσεων ή γωνιών σκοπεύσεως
αρχ.
το τέταρτο κύκλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + κατάλ. -ᾶς, -ᾶντος (πιθ. < -ᾱεις, -ᾱεντος, βλ. λ. -όεις), πρβλ. ἑξ-ᾶς. Ο τ. με σημ. «ρωμαϊκό νόμισμα» είναι απόδοση του λατ. quadrans (< quattuor «τέσσερα»)].
(III)
ο, Ν
ζωολ. κοινή ονομασία πολλών μικρόσωμων και ανθεκτικών ψαριών ενυδρείου της οικογένειας characidae.

Greek Monotonic

τετράς: -άδος, ἡ, η τέταρτη μέρα του μήνα, σε Ησίοδ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

τετράς: άδος (ᾰδ) ἡ
1) число четыре, четверица, четверка Arst.;
2) четвертый день месяца HH, Hes., Arph.

Middle Liddell

τετράς, άδος,
the fourth day of the month, Hes., Ar.