τριακτήρ
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, (τριάζω) victor, A.Ag.171 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
τριακτήρ: ῆρος, ὁ, νικητής, «τριακτῆρος, νικητοῦ· ἐκ μεταφορᾶς τῶν ἐν τοῖς πεντάθλοις ἀποτριαζόντων ἐπὶ ἐλπίδι νίκης» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Ἀγ. 171, πρβλ. τριάζω, ἀτρίακτος.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
vainqueur en trois assauts ; vainqueur.
Étymologie: τριάζω.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, Α
νικητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριάζω + επίθημα -τήρ (πρβλ. διδακ-τήρ)].
Greek Monotonic
τριακτήρ: -ῆρος, ὁ (τριάζω), νικητής, σε Αισχύλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριακτήρ -ῆρος, ὁ [τρεῖς] overwinnaar (wie zijn tegenstander bij het worstelen drie maal op zijn rug heeft geworpen).
Russian (Dvoretsky)
τριακτήρ: ῆρος ὁ трижды, т. е. окончательно победивший, победитель Aesch.