ευτυχώ

From LSJ
Revision as of 09:30, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236

Greek Monolingual

(ΑΜ εὐτυχῶ, -έω) ευτυχής
είμαι ευτυχής, ευδαιμονώ, ευημερώ, είμαι σε καλή κατάσταση (α. «ἄνθεσι Διαγόρας ἐστεφανώσατο δίς, κλεινᾷ τ' ἐν Ἰσθμῷ τετράκις εὐτυχέων», Πίνδ. β. «ευτύχησε στις επιχειρήσεις του»)
νεοελλ.
(μτχ. παθ. παρακμ.) ευτυχισμένος, -η, -ο
1. ευτυχής, ευδαίμων («ευτυχισμένη οικογένεια»)
2. (για τόπο) πλούσιος, εύφορος («ευτυχισμένο νησί»)
3. αυτός που οδηγεί σε ευτυχία, αυτός που φέρνει ευτυχίαευτυχισμένος ο καινούργιος χρόνος»)
4. φρ. «ευτυχισμένη ιδέα» — ευτυχής, επιτυχημένη έμπνευση
νεοελλ.-μσν.
1. τυχαίνω, έχω την τύχη να...
μσν.
1. έχω κάτι σε αφθονία («τοιοῦτον στόλιον ἡ γῆ παντόχροον ἐφόρει, τοιοῦτον πέπλον εὐανθές, εὐύφαντον ηὐτύχει», Κ. Μανασσ.)
2. πετυχαίνω
αρχ.
1. πετυχαίνω στην εκτέλεση ή επιδίωξη του σκοπού μου («ὡς τἄλλα γ' εἶπας, εἴπερ εὐτυχήσομεν, κάλλισθ' ἑλόντες σκύμνον ἀνοσίου πατρός», Ευρ.)
2. (για πράγματα) ευδοκιμώ, πάω καλά («ἰὼ βρότεια πράγματ᾿
εὐτυχοῦντα μὲν σκιᾷ τις ἂν πρέψειεν», Αισχύλ.)
3. φέρνω ευτυχία
4. αποκτώ, παίρνω («εὐτυχεῖν παρά τῶν Σεβαστῶν στέφανον», επιγρ.)
5. φρ. «εὐτύχει», «εὐτυχεῖτε» — ευχή που γραφόταν στο τέλος επιστολών ή επιτύμβιων επιγραφών.