περιοπτέος

From LSJ
Revision as of 17:35, 22 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιοπτέος Medium diacritics: περιοπτέος Low diacritics: περιοπτέος Capitals: ΠΕΡΙΟΠΤΕΟΣ
Transliteration A: perioptéos Transliteration B: periopteos Transliteration C: periopteos Beta Code: periopte/os

English (LSJ)

α, ον, (περιοράω) A to be overlooked or suffered, c. part., οὔ σφι π. Ἑλλὰς ἀπολλυμένη Hdt.7.168; ἡμῖν τοῦτό ἐστι οὐ π., γένος τὸ Εὐρυσθένεος γενέσθαι ἐξίτηλον Id.5.39. 2 to be watched or guarded against, Th.8.48. II περιοπτέον one must overlook or suffer, X. Lac.9.5, Agath.3.10.

German (Pape)

[Seite 585] adj. verb. zu περιοράω, man muß übersehen, unbeachtet lassen; c. partic., οὔ σφι περιοπτέη ἐστὶ ἡ Ἑλλὰς ἀπολλυμένη Her. 7, 168; mit dem inf., 5, 39 ἡμῖν τοῦτό ἐστι οὐ περιοπτέον, γένος γενέσθαι ἐξίτηλον.

Greek (Liddell-Scott)

περιοπτέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθετον τοῦ περιοράω, ὃν δεῖ περιορᾶν, μετὰ μετοχ., οὔ σφι π. Ἑλλὰς ἀπολλυμένη Ἡρόδ. 7. 168· ἡμῖν τοῦτό ἐστι οὐ π. γένος τὸ Εὐρυσθένεος γενέσθαι ἐξίτηλον ὁ αὐτ. 5. 39. 2) περιοπτέον σφίσι, περιαθρητέον, Θουκ. 8. 48. ΙΙ. περιοπτέον, πρέπει τις νὰ παραβλέπῃ ἢ νὰ ἀνέχηται, Ξεν. Λακ. 9. 5,

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qu’il faut observer : περιοπτέον ὅπως μή THC il faut veiller à ce que… ne.
Étymologie: περιοράω.

Greek Monotonic

περιοπτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του περιοράω,
I. 1. αυτός που μπορεί να παραβλέπεται ή να γίνεται ανεκτός, με μτχ., οὔ σφι περιοπτέα Ἑλλὰς ἀπολλυμένη, σε Ηρόδ.· με απαρ., ἡμῖν τοῦτό ἐστι οὐ περιοπτέον, γένος τὸ Εὐρυσθένεος γενέσθαι ἐξίτηλον, στον ίδ.
2. παρακολουθούμαι ή προστατεύομαι εναντίον, σε Θουκ.
II. περιοπτέον, αυτό που πρέπει κάποιος να παραβλέπει ή να ανέχεται, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

περιοπτέος: [adj. verb. к περιοράω
1) достойный пренебрежения, недостойный внимания, неважный: οὐ περιοπτέη ἐστὶ ἡ Ἑλλὰς ἀπολλυμένη Her. нельзя допустить, чтобы Эллада погибла;
2) требующий внимания: περιοπτέον τοῦτο μάλιστα ὅπως μὴ στασιάσωσιν Thuc. больше всего нужно следить за тем, чтобы не было раздоров.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιοπτέος -α -ον, adj. verb. van περιοράω, te verdragen, acceptabel:; φράζοντες ὡς οὔ σφι περιοπτέη ἐστὶ ἡ Ἑλλὰς ἀπολλυμένη erop wijzend, dat zij niet zouden accepteren dat Griekenland ten onder ging Hdt. 7.168.1; n. περιοπτέον het moet geaccepteerd worden. om op te letten:. σφίσι... περιοπτέον εἶναι dat door hen in het oog moest worden gehouden Thuc. 8.48.4.

Middle Liddell

περι-οπτέος, η, ον, verb. adj. of περιοράω
I. to be overlooked or suffered, c. part., οὔ σφι περιοπτέα Ἑλλὰς ἀπολλυμένη Hdt.; c. inf., ἡμῖν τοῦτό ἐστι οὐ περιοπτέον, γένος τὸ Εὐρυσθένεος γενέσθαι ἐξίτηλον Hdt.
2. to be watched or guarded against, Thuc.
II. περιοπτέον one must overlook or suffer, Xen.