ὀρθόκραιρος

From LSJ
Revision as of 09:44, 23 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "epith." to "epithet")

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθόκραιρος Medium diacritics: ὀρθόκραιρος Low diacritics: ορθόκραιρος Capitals: ΟΡΘΟΚΡΑΙΡΟΣ
Transliteration A: orthókrairos Transliteration B: orthokrairos Transliteration C: orthokrairos Beta Code: o)rqo/krairos

English (LSJ)

α, ον, A with straight or upright horns, epithet of horned cattle, Il.8.231, Od.12.348; also of galleys, of which the two ends turned up so as to resemble horns, Il.18.3, 19.344; of a mountain range, Πυρήνην -κραιρον AP14.121.5 (Metrod.).—Hom. has it only in poet. gen. pl. fem. ὀρθοκραιράων.

German (Pape)

[Seite 374] mit graden Hörnern; die Rinder, Il. 8, 231. 18, 573 Od. 12, 348; auch Beiwort der Schiffe, mit grade emporstehenden Schnäbeln, mit emporgeschweiftem Vorder- und Hintertheile, Il. 18, 3. 19, 344 (Hom. nur im gen. fem. ὀρθοκραιράων).

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθόκραιρος: -α, -ον, ὁ ἔχων ὀρθὰ κέρατα, ἐπίθετ. τῶν κερασφόρων κτηνῶν, Ἰλ. Θ. 231, Ὀδ. Μ. 348· ὡσαύτως ἐπὶ τῶν δύο ἄκρων μακρᾶς νηός, ἅτινα ἦσαν οὕτως ἀνωρθωμένα ὥστε ὡμοίαζον πρὸς κέρατα, Ἰλ. Σ. 3., Τ. 344. - Ὁ Ὅμηρος ἔχει τὴν λέξιν μόνον ἐν τῇ ποιητ. γεν. πληθ. ὀρθοκραιράων. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀρθοκραιράων· ἐπὶ μὲν τῶν νεῶν, τῶν ὀρθοπρύμνων· ἐπὶ δὲ τῶν βοῶν, τῶν ὀρθοκεράτων».

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 qui dresse la tête ou les cornes;
2 p. anal. à la proue ou à la poupe relevée.
Étymologie: ὀρθός, κραῖρα.

English (Autenrieth)

(κέρας), only gen. pl. fem. ὀρθοκραιράων: straight-horned, high-horned; βοῶν, μ 3, Il. 8.231; then of ships, either with reference to the pointed bow and stern, or perhaps to the yards (κεραίᾶ).

Greek Monolingual

ὀρθόκραιρος, -αίρα, -ον, θηλ. και -ος (Α)
1. (για ζώο) αυτός που έχει όρθια κέρατα («κρέα... βοῶν ὀρθοκραιράων», Ομ. Ιλ.)
2. (για πλοίο) αυτός του οποίου τα άκρα προεξέχουν σαν κέρατα
3. (για οροσειρά) αυτός που έχει μυτερή κορυφή, οξυκόρυφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -κραιρος (< κραίρα «κορυφή, κεφαλή»), πρβλ. ισό-κραιρος].

Greek Monotonic

ὀρθόκραιρος: -α, -ον (κραῖρα), Επικ. γεν. πληθ. θηλ. -κραιράων· αυτός που έχει ίσια κέρατα, σε Όμηρ.· επίσης, λέγεται για τα δύο άκρα της τριήρους, που ήταν ανορθωμένα σαν κέρατα, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ὀρθόκραιρος:
1) пряморогий или круторогий (βόες Hom.);
2) с крутой носовой частью, с высоко загнутым носом (νέες Hom.).

Middle Liddell

ὀρθό-κραιρος, η, ον κραῖρα
with straight horns, Hom.:—also of the two ends of a galley which turned up like horns, Il.