ἀειδίνητος
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
[ῑ], ον, ever-revolving, ἄτρακτος, σφαῖρα, AP6.289 (Leon.), Nonn.D.6.87.
Greek (Liddell-Scott)
ἀειδίνητος: [ῖ], -ον, ὁ ἀεὶ περιστρεφόμενος, Ἀνθ. Π. 6. 289.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tourne toujours.
Étymologie: ἀεί, δινέω.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῑ-]
que gira constantemente, ἄτρακτος AP 6.289 (Leon.), κύκλος Gr.Naz.M.37.780, cf. Anecd.Ludw.149.19, σφαῖρα Nonn.D.6.87, κίνησις Dion.Ar.CH 15.9.
Greek Monotonic
ἀειδίνητος: [ῑ], -ον (δινέω), αυτός που περιστρέφεται συνεχώς, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀειδίνητος: (δῑ) вечно вращающийся (ἄτρακτος Anth.).
Middle Liddell
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀειδίνητος -ον ἀεί, δινέω altijd draaiend.