ἀχθοφορία
ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγω → however, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess
English (LSJ)
ἡ, bearing of burdens, βαρῶν Plu.2.1130d (pl.), cf. Luc.Asin.19; μυρμήκων M.Ant.7.3; any heavy pressure, Hp.Art.63.
German (Pape)
[Seite 418] das Lasttragen, Luc. Asin. 19; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχθοφορία: ἡ, τὸ ἀχθοφορεῖν, βαρῶν Πλούτ. 2. 1130D· πᾶσα βαρεῖα πίεσις, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 829: - οὕτως, ἀχθοφόρημα, τό, Νικήτ. Χρον. 40C· -φορικός, ή, όν, κατάλληλος πρὸς τὸ φέρειν βάρη ἢ ἀνήκων εἰς ἀχθοφορίαν, Βασίλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de porter un fardeau.
Étymologie: ἀχθοφόρος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Art.63, Aret.SD 1.6.5
carga, peso πίεξις καὶ ἀ. πᾶν κακὸν ... ἐστί Hp.l.c., c. gen. obj. βαρῶν τινων ἀχθοφορίαι Plu.2.1130d, cf. Poll.9.159
•como actividad propia de esclavos, analfabetos o anim. junto a αἰχμαλωσία Luc.Asin.19, τοῖσι δὲ ἀπαιδεύτοισι ἀχθοφορίη Aret.l.c., c. gen. subjet. μυρμήκων ταλαιπωρίαι καὶ ἀχθοφορίαι M.Ant.7.3.
Greek Monolingual
ἀχθοφορία, η (Α) αχθοφόρος
1. η μεταφορά φορτίου
2. ισχυρή πίεση.
Russian (Dvoretsky)
ἀχθοφορία: ἡ (тж. βαρῶν Plut.) таскание тяжестей, переноска Luc.