κήλων
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
ωνος, ὁ, (κῆλον) A swipe, swing-beam, for drawing water, IG 11(2).154A8 (Delos, iii B.C.), PLond.1.131r.303 (i A.D.), Hsch. II ὄνος κ. he-ass, Archil.97, cf. Eust.1597.28, Ph.2.307; stallion, Hsch., Suid., prob.in Plaut.Poen.1168: hence of Pan, Cratin.321.
German (Pape)
[Seite 1431] ωνος, ὁ, 1) der Brunnenschwengel, oder der Balken beim Ziehbrunnen, der herabgelassen wird (s. κηλώνειον), auch Pumpe im Schiff, Hesych. – 2) ὄνος, der Zuchthengst, Archil. 79 u. Sp., wie Philo; auch übertr. von einem geilen Menschen. Den Pan nennt so Cratin. E. M. 183, 46 (fr. inc. 22).
Greek (Liddell-Scott)
κήλων: -ωνος, ὁ, (κῆλον) μακρὰ ξυλίνη δοκός, δι’ ἧς ἀνασύρουσιν ὕδωρ ἐκ τῶν φρεάτων, κοινῶς «γεράνι», Λατ. tolleno, Ἡσύχ.· οὕτω, κηλώνειον, Ἰον.-ήιον, τό, Ἡρόδ. 1. 193., 6. 119, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 544, Ἀριστ. Μηχαν. 28, 1. ΙΙ. ὄνος κ., ἄρρην ὄνος, Ἀρχίλ. 31, πρβλ. Εὐστ. 1597. 28, Φίλων. 2. 307· ὡσαύτως, ὁ ὀχευτὴς ἵππος, Ἡσύχ., Σουΐδ.· ἐντεῦθεν ἐπὶ τοῦ Πανός, Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 22.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ) :
1 étalon, cheval entier ; p. ext. âne, animal;
2 p. anal. levier d’un puits.
Étymologie: DELG v. Σιληνός.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ κήλων, -ωνος)
επιβήτορας ίππος ή όνος
αρχ.
1. μακρύ ξύλινο δοκάρι με το οποίο ανασύρεται ο κάδος με το νερό από τα φρέατα, κν. γεράνι
2. προσωνυμία του Πανός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μετονοματικό παρ. σε -ων / -ωνος (πρβλ. γάστρων, γλίσχρων), που προέρχεται πιθ. από τον τ. κήλον με τη μη μαρτυρούμενη σημ. «πόσθη, ανδρικό μόριο». Η υπόθεση αυτή βασίζεται πιθ. στο ότι στην αρχαιότητα υπήρχαν πολλές παραστάσεις ιθύφαλου όνου].
Greek Monotonic
κήλων: -ωνος, ὁ, μακριά ξύλινη βέργα για την άντληση νερού, Λατ. tolleno· ομοίως κηλώνειον, Ιων. -ήϊον, τό, σε Ηρόδ.
Frisk Etymological English
-ωνος
Grammatical information: m.
Meaning: stallion, he-ass (Archil., Kratin., Ph., H.) often metaph.. swing-beam (for drawing water), swipe (Delos IIIa, Pap.; as MHG heng(e)st);
Dialectal forms: Dor. κάλων
Compounds: as 1. member in κηλωνο-στάσιον support or base for the swing-beam (PBerl. Leihg. 13, 14; cf. the ed. ad loc.).
Derivatives: κηλωνεῖον, Ion. -ήϊον machine for drawing (water) (Hdt., Ar., Arist.) and κηλωνεύω turn the swing-beam (Hero, Ath. Mech.). Sec. formation in -ων (Chantraine Formation 161f.);
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Basis uncertain. Vendryes REGr. 25, 461 proposes to start from κῆλον in the not-attested sense of πόσθη. Diff., not better, Zupitza Die german. Gutt. 195: to OHG scelo Schellhengst, MHG schel jumping, auffahrend etc. - Cf. on Σιληνός.
Middle Liddell
κήλων, ωνος,
a swipe or swing-beam, for drawing water, Lat. tolleno:—so, κηλώνειον, ionic κηλωνήιον.
Frisk Etymology German
κήλων: -ωνος
{kḗlōn}
Grammar: m.
Meaning: Zuchthengst (Archil., Kratin., Ph., H.) oft übertr. Brunnenschwengel (Delos IIIa, Pap.; wie mhd. heng(e)st);
Composita : als Vorderglied in κηλωνοστάσιον Stellung für den Brunnenschwengel (PBerl. Leihg. 13, 14; vgl. den Hrsg. z. St.).
Derivative: Davon κηλωνεῖον, ion. -ήϊον Schöpfmaschine (Hdt., Ar., Arist., Pap. u. a.) und κηλωνεύω den Brunnenschwengel drehen (Hero, Ath. Mech.). Sekundärbildung auf -ων (Chantraine Formation 161f.);
Etymology : Grundwort nicht sicher. Vendryes REGr. 25, 461 schlägt vor, von κῆλον in dem unbelegten Sinne von πόσθη auszugehen. Anders, gewiß nicht besser, Zupitza Die german. Gutt. 195: zu ahd. scelo Schellhengst, mhd. schel springend, auffahrend usw. — Vgl. zu Σιληνός.
Page 1,841