κρύπτη

From LSJ
Revision as of 18:54, 17 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art

Menander, Monostichoi, 214

Greek (Liddell-Scott)

κρύπτη: ἢ κρυπτή, ἡ, κρυψών, θόλος, Ἀθήν. 205A, πρβλ. Ἰου. βεν. 5. 106.

English (Strong)

feminine of κρυπτός; a hidden place, i.e. cellar ("crypt"): secret.

English (Thayer)

(so Relz G L T Tr K C) (but some prefer to write it κρύπτη (so WH, Meyer, Bleek, etc., Chandler § 183; cf. Tdf. on Luke as below)), κρυπτης, ἡ, a crypt, covered way, vault, cellar: εἰς κρύπτην, Athen. 5 (4), 205a. equivalent to κρυπτός περίπατος, p. 206; (Josephus, b. j. 5,7, 4at the end; Strabo 17,1, 37); Sueton. Calig. 58; Juvenal 5,106; Vitruv. 6,8 (5); others). Cf. Meyer at the passage cited; Winer's Grammar, 238 (223).

Greek Monolingual

η (AM κρύπτη, Μ και κρυπτή)
τόπος όπου κρύβεται ή μπορεί να κρυφτεί κάποιος, κρυψώνας
νεοελλ.
1. υπόγεια, συνήθως θολωτή, κατασκευή η οποία χρησίμευε ως καταφύγιο και τόπος λατρείας τών πρώτων χριστιανών ή ως τάφος ιερών προσώπων ή ως κρησφύγετο σε καιρό διωγμών
2. ανατ. αβαθές εγκόλπωμα ενός επιθηλίου («οι κρύπτες τών αμυγδαλών»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυπτή, θηλ. του επιθ. κρυπτός (< κρύπτω), με αναβιβασμό του τόνου (πρβλ. λευκή < λεύκη, στακτή < στάκτη / στάχτη)].

Chinese

原文音譯:krupt» 克呂普帖
詞類次數:名詞(1)
原文字根:藏(著)
字義溯源:隱藏處,地窖,地穴,地下室,隱祕處;源自(κρυπτός / κρυφαῖος / κρύφιος)=隱藏的),而 (κρυπτός / κρυφαῖος / κρύφιος)出自(κρύπτω)*=隱藏)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 地窖(1) 路11:33

French (New Testament)

ης (ἡ) cachette ; cave ; crypte
κρυπτός