μικρογραφία

From LSJ
Revision as of 04:35, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μικρογρᾰφία Medium diacritics: μικρογραφία Low diacritics: μικρογραφία Capitals: ΜΙΚΡΟΓΡΑΦΙΑ
Transliteration A: mikrographía Transliteration B: mikrographia Transliteration C: mikrografia Beta Code: mikrografi/a

English (LSJ)

ἡ, writing with a short vowel, Eust.410.47.

German (Pape)

[Seite 184] ἡ, das Schreiben mit einem Omikron, Eust. 410, 47.

Greek Monolingual

η (Μ μικρογραφία)
νεοελλ.
1. ζωγραφική τέχνη η οποία αναπαριστά πρόσωπα ή αντικείμενα σε μικρές διαστάσεις
2. συνεκδ. έργο, αντικείμενο τέχνης μικρών διαστάσεων, το οποίο έχει εκτελεστεί με εξαιρετική λεπτότητα, αλλ. μινιατούρα
3. ζωγραφική παράσταση μικρών διαστάσεων που κοσμεί τις σελίδες χειρογράφου
4. γραφή με μικροσκοπικά γράμματα
5. φωτογράφηση ή έρευνα που γίνεται με μικροσκόπιο, σε αντιδιαστολή προς αυτήν που γίνεται με γυμνό οφθαλμό ή με απλό φακό
6. η τέχνη του μικρογράφου
μσν.
η γραφή με βραχύ φωνήεν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -γραφία (< -γράφος < γράφω), πρβλ. αγγλ. micrography].