ἀπέοικα
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
English (LSJ)
to be unlike, differ from, c. gen., Plu.Per.8, Arr.Ind.6.8, Lib.Or.59.157:—in early writers found only in part. ἀπεοικώς, ἀπεοικυῖα, ἀπεοικός, Att. ἀπεικώς, ἀπεικυῖα, ἀπεικός, unreasonable, unnatural, οὐκ ἀπεικός (v.l. ἀπεοικός) Hp.VM4, Antipho 2.2.5; οὐκ ἀπεικός = not unlikely, Plb.2.62.8, cf. Philostr.VA3.34; ἀπεοικὼς πρὸς τὰ καλά = unfitted, indisposed for noble deeds, Plb.6.26.12: c. dat., unlike, Heph.15.4. Adv. ἀπεοικότως = unreasonably, Th.6.55; but οὐκ ἀπεικότως Th.1.73, 2.8, 8.68, cf. Porph.Abst.1.46; D.Chr. has ἀπεοικότως 12.35, ἀπεικότως 31.116.
German (Pape)
[Seite 286] (s. ἔοικα), nicht gleichen, nicht passen, unwahrscheinlich, unpassend sein; bes. οὐκ ἀπέοικεν, es ist natürlich; Plut.; gew. nur partic., ἔστι δὲ οὐκ ἀπεικὸς ἀλλὰ εἰκός Antiph. 2 β 5; oft bei Sp., auch in der Form οὐκ ἀπεοικός, nicht unwahrscheinlich, Pol. 2, 62; τίς οὕτως ἀπεοικὼς πρὸς τὰ καλά, wer ist so abgeneigt, hat so wenig Sinn für, Pol. 6, 26. – Adv. ἀπεικότως ἔχειν τι, mit Unrecht, Thuc. 1, 73, öfter, aber auch οὐκ ἀπεοικότως, mit Recht, 6, 55, von Thom. Mag. ausdrücklich erwähnt; Plut. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
pf. au sens d’un prés.
I. n’être pas juste ou naturel;
II. part. ἀπεοικώς, υῖα, ός, ion. et att. ἀπεικώς, υῖα, ός :
1 invraisemblable, absurde;
2 inconvenant.
Étymologie: ἀπό, *εἴκω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. ἀπεικ- Antipho 2.2.5, Philostr.VA 3.34
• Morfología: [solo formas de perf.]
I 1ser ilógico, ser absurdo, ser extraño καὶ συνδραμεῖν οὐδὲν ἀπέοικεν ἀπὸ πολλῶν προσόντων τῷ ἀνδρὶ τὴν δόξαν y no es extraño que a la reputación del hombre (Pericles) concurrieran muchas cualidades Plu.Per.8, cf. Lib.Decl.32.8
•esp. usado en part. ἀπεοικυῖα τάξις Longin.22.4, καὶ τοῦτο δὲ ἀπεοικὸς πολίτῃ λέγειν Sch.Er.Il.2.798 (p.170)
•en neutr. c. lítotes οὐκ ἀπεοικός verosímil, lógico, normal Hp.VM 4, Epid.4.3, Antipho 2.2.5, Plb.2.62.8, Philostr.VA 3.34.
2 ser diferente de c. gen. ἡ Ἰνδῶν γῆ οὐκ ἀπέοικε τῆς Αἰθιοπίης Arr.Ind.6.8, ἀπέοικε δὲ οὐδὲν τοῦ ζητήματος τούτου Hermog.Stat.4, οὐδὲν ἀπεοιοκότες κυνῶν γενναίων Lib.Or.59.157
•c. dat. ἵνα μὴ ἀπεοικὸς τῷ προσοδιακῷ γένηται τὸ ἀναπαιστικόν Heph.15.4.
3 ajeno a, indiferente, mal dispuesto τίς ... ἀπεοικὼς πρὸς τὰ καλά; Plb.6.26.12.
II adv. ἀπεοικότως, ἀπεικότως = ilógicamente, sin razón Th.1.73, 2.8, 6.55, 8.68, Phld.Vit.p.17, Rh.1.32, D.Chr.12.35, 31.116, Porph.Abst.1.46.
Greek Monolingual
ἀπέοικα (Α)
1. είμαι ανόμοιος, διαφορετικός από κάποιον ή κάτι
2. (μτχ. πρκμ.) ἀπεοικὼς κ. ἀπεικώς, -υῑα, -ός
α) παράλογος, αφύσικος, προσποιητός
β) αταίριαστος, ανάρμοστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + έοικα, πρκμ. με σημ. ενεστ., «είμαι όμοιος»].
Russian (Dvoretsky)
ἀπέοικα: pf. praes.
1) быть невероятным, неестественным, неосновательным: οὐκ ἀπεοικώς Polyb. не лишенный вероятности;
2) не быть пригодным, не подходить (ἀπεοικὼς πρός τι Polyb.).