συμμιγνύω

From LSJ
Revision as of 20:30, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236

French (Bailly abrégé)

seul. prés;
c.
συμμίγνυμι.
Étymologie: σύν, μιγνύω.

Greek Monolingual

και συμμειγνύω ΝΜΑ, και συμμείγνυμι και επικ. και ιων. και αττ. τ. συμμίσγω Α μ(ε)ιγνύω
αναμιγνύω μαζί δύο ή περισσότερα πράγματα, ανακατώνω μαζί, συμφύρω
αρχ.
1. (σχετικά με δύο στρατεύματα) συγχωνεύω, συνενώνω
2. (σχετικά με πρόσ.) ενώνω, ζευγαρώνω
3. συνευρίσκομαι, συνουσιάζομαι («δούλη μὲν ἐὰν συμμείξῃ δούλῳ ἢ ἐλευθέρῳ», Πλάτ.)
4. κοινοποιώ, ανακοινώνω («κοινόν τι πρῆγμα συμμεῖξαι», Ηρόδ.)
5. διαλέγομαι, συνομιλώ
6. συναντώ («θάλατται πρὸς ἀλλήλας συμμειγνύασι», Αριστοτ.)
7. (με εχθρική σημ.) μάχομαι εκ του συστάδην, έρχομαι στα χέρια, συμπλέκομαι («ἀγχοῦ ἐγίνοντο καὶ συνέμισγον ἀλλήλοισι», Ηρόδ.)
8. έχω σχέσεις, επικοινωνώ, συναναστρέφομαι («ἐξ ἀρχῆς πονηροῑς ἀνθρώποις συμμεῖξαι», Δημοσθ.)
9. μτφ. συμβαίνω μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο («συμμιγέντων τούτων πάντων», Ηρόδ.)
10. (μέσ. και παθ.) συμμιγνύομαι και συμμείγνυμαι και συμμίσγομαι
α) ανακατώνομαι («οὔποθ' ὕδωρ καὶ πῡρ συμμείξεται», Θέογν.)
β) σχηματίζομαι μετά από ένωση
γ) συσχετίζομαι
11. φρ. α) «συμμείγνυμι συμβόλαια» — συνάπτω αμοιβαίες συμφωνίες (Πλάτ.)
β) «εἶναι οὐδένα τῷ κακόν οὐ συνεμ < ε>ίχθη» — δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην γεύθηκε την ατυχία ή τη δυστυχία (Ηρόδ.).