ἀεικής

Revision as of 16:40, 14 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ,")

English (LSJ)

ές, (Att. αἰκής, q.v.) A unseemly, shameful, ἀεικέα λοιγὸν ἀμύνειν Il.1.456, al.; ἀεικέα [εἵματα] ἕσσαι Od.24.250; δεσμός A.Pr.97, cf. 525; ἀεικεῖ σὺν στολᾷ S.El.191 (lyr.); -έστερα ἔπεα Hdt.7.13; οὐδὲν ἀ. παρέχεσθαι cause no inconvenience, Id.3.24; ἀεικέα μισθόν (v.l. ἀνεικέα, q.v.) meagre, Il.12.435; so οὐ . . ἀεικέα . . ἄποινα 24.594. Adv. ἀεικῶς Hsch.; Ion. -έως Simon.13; ἀεικές as adverb, Od.17.216. 2 οὐδὲν ἀεικές ἐστι, c. inf., it is nothing strange that... Hdt.3.33, 6.98, A.Pr.1042. 3 injurious, deadly, ἰός Opp.H.2.422.

Greek (Liddell-Scott)

ἀεικής: -ές, = ἀνάρμοστος, ὑβριστικός, ἀπρεπής, ἀεικέα λοιγὸν ἄμυνον, Ἰλ. Α. 456 καὶ ἀλλ. ἀεικέα [εἵματα] ἔσσαι, Ὀδ. Ω. 250· δεσμός, Αἰσχύλ. Πέρσ. 97· πρβλ. 525· - ἀεικεῖ σὺν στολᾷ, Σοφ. Ἠλ. 191· ἀεικέστερα ἔπεα, Ἡρόδ. 7. 13· οὐδέν ἀεικὲς παρέχεσθαι = δέν προξενῶ καμμίαν ἐνόχλησιν ἢ δυσκολίαν, ὁ αὐτ. 3. 24· - ἀεικέα μισθόν = μικρόν, εὐτελῆ, ὀλίγον. Ἰλ. Μ. 435· οὕτως οὐ ... ἀεικέα ... ἄποινα, Ω. 494. - Ἐπίρρ. ἀεικῶς, Ἡσύχ., Ἰων. -έως, Σιμων. 13· - ἀεικές, ὡς ἐπίρρ. Ὀδ. Ρ. 216. 2) οὐδὲν ἀεικές ἐστι, μετ’ ἀπαρ., οὐδόλως παράδοξον ὅτι... Ἡροδ. 3. 33., 6. 98, Αἰσχύλ. Πρ. 1043. -Πρβλ. τὸν Ἀττ. τύπον αἰκής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 inconvenant, indigne : ἀεικέα (s.e. εἵματα) ἕσσαι OD tu es vêtu d’ignobles haillons ; adv. • ἀεικές OD indignement, honteusement;
2 invraisemblable, étrange : ἀεικὲς οὐδὲν ἦν HDT il n’y avait rien d’étrange à ce que.
Étymologie: , εἰκός.

English (Autenrieth)

(ἀϝεικ., ϝέϝοικα): unseemly, disgraceful; νόος οὐδὲν ἀεικής, ‘a likely understanding,’ οὔ τοι ἀεικές, etc.; μισθὸς ἀεικής, ‘wretchedpay; πήρη, ‘sorrywallet, ἀεικέα ἕσσαι, ‘thou art vilely clad.’

Spanish (DGE)

v. ἀϊκής.

Greek Monotonic

ἀεικής: -ές (εἴκω),
1. ανάρμοστος, υβριστικός, απρεπής· ἀεικέα λοιγὸν ἀμύνειν, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀεικέα (εἵματα), σε Ομήρ. Οδ.· δεσμὸς ἀεικής, σε Αισχύλ.· στολή, σε Σοφ.· ἀεικέστερα ἔπεα, σε Ηρόδ.· οὐδὲν ἀεικὲς παρέχεσθαι, δεν προξενώ καμία ενόχληση, στον ίδ.· επίρρ. ἀεικῶς· Ιων. -έως, σε Σιμων.· ἀεικές, ως επίρρ., σε Ομήρ. Οδ.
2. λίγος, ευτελής· μισθός, ἄποινα, σε Ομήρ. Ιλ.
3. οὐδὲν ἀεικές ἐστι, με απαρ., δεν είναι καθόλου παράξενο, παράδοξο ότι..., σε Ηρόδ., Αισχύλ.· πρβλ. σε Αττ. αἰκής.

Russian (Dvoretsky)

ἀεικής: Hom., Her. = ἀεικέλιος.

Middle Liddell

εἴκω
1. unseemly, shameful, ἀεικέα λοιγὸν ἀμύνειν Il.; ἀεικέα [εἵματα] Od.; δεσμὸς ἀεικής Aesch.; στολή Soph.; ἀεικέστερα ἔπεα Hdt.; οὐδὲν ἀεικὲς παρέχεσθαι to cause no inconvenience, Hdt.:—adv. ἀεικῶς; ionic -έως, Simon.; ἀεικές as adv., Od.
2. unseemly, shabby, μισθός, ἄποινα Il.
3. οὐδὲν ἀεικές ἐστι, c. inf., it is nothing strange that . ., Hdt., Aesch. Cf. attic αἰκής.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀεικής -ές zie αἰκής.

English (Woodhouse)

unseemly