συνεξανύω

From LSJ
Revision as of 16:18, 28 July 2022 by Spiros (talk | contribs)

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεξᾰνύω Medium diacritics: συνεξανύω Low diacritics: συνεξανύω Capitals: ΣΥΝΕΞΑΝΥΩ
Transliteration A: synexanýō Transliteration B: synexanyō Transliteration C: syneksanyo Beta Code: sunecanu/w

English (LSJ)

D.Chr.12.43, also συνεξανύτω [ῠ], J.BJ5.2.2, Plu. 2.137d,298a:—A accomplish together, D.Chr.l.c.; join in achievement, Plu.2.137d. II equal in running, ib.298a; reach safety together with, c. dat., J.l.c. (v.l. -ανοίγειν]).

Greek (Liddell-Scott)

συνεξᾰνύω: Ἀττ. -ανύτω [ᾰ], ἀνύτω, ἐκτελῶ, φέρω εἰς πέρας ὁμοῦ, Δίων Χρυσ. 1. 395. ΙΙ. καταφθάνω ἢ εἶμαι ἴσος ἐν τῷ δρόμῳ, Πλούτ. 2. 137C, 298Α.

French (Bailly abrégé)

c. συνεξανύτω.

Greek Monolingual

και συνεξανύτω Α
1. φέρνω εις πέρας, αποπερατώνω, τελειώνω
2. συμβάλλω στην εκτέλεση κάποιου έργου («προσβιαζόμενοι θνητὸν ἀθανάτῳ καὶ γηγενὲς Ὀλυμπίῳ συνεξαμιλλᾶσθαι καὶ συνεξανύτειν», Πλούτ.)
3. διατρέχω το ίδιο διάστημα με κάποιον, είμαι ίσος στον δρόμο
4. (δ. γρφ. στον Ιώσ. αντί συνεξανοίγω) φθάνω σώος μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐξανύω «φέρνω σε πέρας, ολοκληρώνω»].

Greek Monolingual

και συνεξανύτω Α
1. φέρνω εις πέρας, αποπερατώνω, τελειώνω
2. συμβάλλω στην εκτέλεση κάποιου έργου («προσβιαζόμενοι θνητὸν ἀθανάτῳ καὶ γηγενὲς Ὀλυμπίῳ συνεξαμιλλᾶσθαι καὶ συνεξανύτειν», Πλούτ.)
3. διατρέχω το ίδιο διάστημα με κάποιον, είμαι ίσος στον δρόμο
4. (δ. γρφ. στον Ιώσ. αντί συνεξανοίγω) φθάνω σώος μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐξανύω «φέρνω σε πέρας, ολοκληρώνω»].