θεράπευμα

From LSJ
Revision as of 14:00, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+):" to "$1 $2:")

Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand

Menander, Monostichoi, 403
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερᾰπευμα Medium diacritics: θεράπευμα Low diacritics: θεράπευμα Capitals: ΘΕΡΑΠΕΥΜΑ
Transliteration A: therápeuma Transliteration B: therapeuma Transliteration C: therapevma Beta Code: qera/peuma

English (LSJ)

ατος, τό, A a service done to another: I θεράπευμα θεοῦ divine worship, Pl.Def.415a. 2 service paid to a person, ξενικὰ θ. Id.Lg.718b, cf. Plu.2.1117c. II care of the body, Pl.Grg.524b (pl.); of a child, E.Hyps.Fr.3(1) ii 12 (lyr., pl.). 2 surgical treatment, Hp.Mochl.40(pl.), Arist.EN1181b3 (pl.); Ἀσκλαπιοῦ IG4.952.96 (Epid.), etc. III concrete, preparations, drugs, Hp.Morb.4.34.

German (Pape)

[Seite 1199] τό, Dienstleistung, Wartung, Pflege des Körpers, Plat. Gorg. 524 b; ξενικά Legg. IV, 718 a; Xen. Cyr. 5, 5, 28; Heilung, Arist. eth. 10, 10. – Bei Plut. adv. Col. 17 Bezeugung der Hochachtung.

Greek (Liddell-Scott)

θεράπευμα: τό, ὑπηρεσία γινομένη εἰς ἕτερον, Ι. θ. θεοῦ, θεία λατρεία, Πλάτ. Ὅροι 415A. 2) περιποίησις, ὑπηρεσία πρός τινα, ξενικὰ θ. Πλάτ. Νόμ. 718D, πρβλ. Πλούτ. 2. 1117C. ΙΙ. μέριμνα, φροντίς, περιποίησις τοῦ σώματος, Πλάτ. Γοργ. 524B. 2) ἰατρικὴ θεραπεία, Ἱππ. Μοχλ. 866, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 21, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 soin, remède;
2 marque d’égards.
Étymologie: θεραπεύω.

Greek Monolingual

θεράπευμα, τὸ (Α) θεραπεύω
1. (για θεούς ή ήρωες) λατρεία
2. περιποίηση, υπηρεσία προς κάποιον
3. φροντίδα του σώματος
4. ιατρική θεραπεία
5. παρασκεύασμα χρήσιμο ως φάρμακο.

Greek Monotonic

θεράπευμα: -ατος, τό, ιατρική περίθαλψη, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

θεράπευμα: ατος τό
1) почитание, культ (θεοῦ Plat.);
2) услуга, любезность, внимание: ξενικὰ θεραπεύματα Plat. предупредительное отношение к чужеземцам;
3) забота, уход, попечение: τὸ σῶμα (ἔχει) καὶ τὰ θεραπεύματα καὶ τὰ παθήματα Plat. тело сохраняет (признаки) как забот (о нем), так и страданий;
4) лечение: τὰ θεραπεύματα Arst. способы лечения;
5) почтительное отношение, учтивость Plut.

Middle Liddell

θεράπευμα, ατος, τό,
medical treatment, Arist.

English (Woodhouse)

attention, care, regard, on a god, worship of the gods

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)