πτυχή

From LSJ
Revision as of 14:20, 22 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b> pl\.) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")

μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε → do not judge, or you will be judged | do not judge, lest you should be judged | judge not, that ye be not judged | judge not, that you be not judged | do not judge, so that you will not be judged | do not judge so that you will not be judged | do not judge lest you be judged | do not judge, so that you won't be judged | you shall not judge, lest you be judged | don't condemn others, and God won't condemn you | judge not, that you may not be judged | stop judging so that you will not be judged | do not judge others, so that God will not judge you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτῠχή Medium diacritics: πτυχή Low diacritics: πτυχή Capitals: ΠΤΥΧΗ
Transliteration A: ptychḗ Transliteration B: ptychē Transliteration C: ptychi Beta Code: ptuxh/

English (LSJ)

ἡ, A v. πτύξ.

German (Pape)

[Seite 812] ἡ, nachhom. Form von πτύξ, w. m. vgl.; Pind. auch übertr., κλυταῖσι πτυχαῖς ὕμνων, Ol. 1, 105, von den kunstvollen Windungen u. Verschlingungen des Gesanges, bes. wohl auf die mannichfaltige metrische, musikalische u. orchestische Kunst der Hymnen zu beziehen.

Greek (Liddell-Scott)

πτυχή: ἡ, ὁ μεθ’ Ὅμ. τύπος τοῦ πτύξ, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
c. πτύξ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. πτύξ, πτυχός, Α
1. καθεμιά από τις αναδιπλώσεις επιφάνειας που έχει διπλωθεί ή ζαρώσει, και ιδίως υφάσματος, δίπλα, πτύχωση (α. «οι πτυχές της κουρτίνας» β. «ῥαγέντων χλανιδίων ὑπὸ πτυχὰς ἔφαινε μηρόν», Χαιρήμ.
γ. «δάκρυσι νοτερὸν ἀεὶ πέπλων πρὸς στέρνῳ πτύχα τέγξω», Ευρ.)
2. καθετί που μοιάζει κατά το σχήμα με δίπλα υφάσματος, κάθε κυματοειδής ή αυλακοειδής σχηματισμός (α. «πτυχή εδάφους» β. «ἐν πτυχαῑς βίβλων κατεσφραγισμένα», Αισχύλ.
γ. «κατὰ σπλάγχνων πτυχάς», Ευρ.
δ. «τίκτουσιν ὑπὸ τὴν κοιλίαν εἰς τὰς πτυχάς», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. γεωλ. κυματοειδής σχηματισμός που παρατηρείται σε ιζηματογενή και μεταμορφωμένα πετρώματα του φλοιού της Γης (α. «ισοκλινής πτυχή» β. «κεκλιμένη πτυχή» γ. «ρηγματωμένη πτυχή»)
2. ανατ. κάθε αναδίπλωση υμενώδους, δερματικής ή εγκεφαλικής επιφάνειας («επιγάστρια πτυχή»)
3. μτφ. πλευρά, άποψη («εξέτασε και ανέλυσε όλες τις πτυχές του προβλήματος»)
αρχ.
1. χαράδρα, φαράγγι («τέτυκτο κατὰ πτυχὰς Οὐλύμποιο», Ομ. Ιλ.
β. «εἰς Κιθαιρῶνος πτυχὰς ἐλθών», Ευρ.)
2. τα φύλλα διπλωτής θύρας
3. σανίδα, ιδίως πλοίου, στην οποία ήταν γραμμένη η ονομασία του
4. μτφ. η στροφή έντεχνου ποιήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το ριζικό όν. πτύξ, το οποίο απαντά μόνο στις πλάγιες πτώσεις (πρβλ. γεν. πτυχός, δοτ. πτυχί κ.λπ.) είναι, κατά την πιθανότερη άποψη, η πρωτόθετη λ., από την οποία παράγεται και το ρ. πτύσσω (βλ. λ. πτύσσω). Ο τ. πτυχή είναι μεταπλασμένος τ. του πτύξ κατά τα θηλ. σε -η. Από την οικογένεια τών πτυχή, πτύσσω προήλθαν διάφοροι τεχνικοί όροι (πρβλ. πτύχιον, πτυχίς)].

Greek Monotonic

πτῠχή: ἡ, = πτύξ, σε Τραγ.

Russian (Dvoretsky)

πτῠχή: ἡ (= * πτύξ)
1) складка, изгиб (σπλάγχνων πτυχαί Eur.);
2) табличка, дощечка (πτυχαὶ βίβλων Aesch.; δέλτου πτυχαί Eur.);
3) ущелье, долина (πτυχαὶ Κιθαιρῶνος Soph.);
4) pl. извилины, извивы (ὕμνων πτυχαί Pind.);
5) pl. закоулки или недра (οὐρανοῦ Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτυχή -ῆς, ἡ post-hom., zie πτύξ.

Middle Liddell

πτῠχή, ἡ, = πτύξ, Trag.]