ἀβασάνιστος

From LSJ
Revision as of 12:26, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀβασάνιστος Medium diacritics: ἀβασάνιστος Low diacritics: αβασάνιστος Capitals: ΑΒΑΣΑΝΙΣΤΟΣ
Transliteration A: abasánistos Transliteration B: abasanistos Transliteration C: avasanistos Beta Code: a)basa/nistos

English (LSJ)

ον, A not tortured, ἀ. θνῄσκειν J.BJ1.32.3, cf. Plu.2.275c; κημοῖς ὑπερῴαν ἀ. Ael.NA13.9. Adv. ἀβασανίστως = without pain, βλέπειν τὸν ἥλιον ib. 10.14. 2 untried, unexamined, ἀ. τι ἐᾶσαι Antipho 1.13; ἀπολιπεῖν Plb.4.75.3; παραλείπειν Plu.2.59c. Adv. ἀβασανίστως = without due examination, Th. 1.20, Plu.2.28b.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no torturado οὐκ ὀφείλω θνῄσκειν ἀ. I.BI 1.635
fig. del estilo literario no torturado, natural D.H.Imit.3.3 (cód.).
2 de la boca del caballo no castigada ὑπερῴα ἀ. Ael.NA 13.9.
II no probado, no comprobado ἀβασάνιστόν τι ἐᾶσαι Antipho 1.13, ἀπολιπεῖν Plb.4.75.3, παραλιπεῖν Plu.2.59c, ἢ ὅτι βάσανός τις ἐλευθέρων ὁ ὅρκος ἐστί, δεῖ δ' ἀβασάνιστον εἶναι καὶ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχὴν τοῦ ἱερέως; o como el juramento es una «prueba» para los hombres libres ¿conviene que no sean «probados» ni el alma ni el cuerpo del sacerdote? (c. ref. a I 1) Plu.2.275c, ἡ κρίσις Heraclit.All.3
subst. τὸ ἀβασάνιστον = falta de comprobación o examen de los textos sagrados, Gr.Nyss.Tres dei 54.19.
III adv. ἀβασανίστως
1 sin daño οἱ ... ἱέρακες ... ταῖς ἀκτῖσι τοῦ ἡλίου ... ἀβασανίστως ἀντιβλέποντες Ael.NA 10.14
sin tormentos Aesop.177.1, 2.
2 sin comprobación, sin previo examen τὰς ἀκοὰς ... ἀβασανίστως παρ' ἀλλήλων δέχονται Th.1.20, cf. Plu.2.28c, οὐκ ἀβασανίστως δὲ ἦλθεν καὶ ἐπὶ τὴν δοκιμασίαν ταύτην PMerton 26.11 (III d.C.), Aen.Gaz.Thphr.63.16.

German (Pape)

[Seite 2] nicht gefoltert, Plnt. qu. Rom. 44, nicht durch die Folter erforscht, Antiph. 1, 13, σιωπώμενον καὶ αβ. ἐᾶν; überh. unersrtert, Plut. u. Sp. ἀβ. τι παραλείπειν. – Bei KS. auch ungesucht, natürlich. – Adv. ἀβασανίστως, οἶ ἄνθρωποι τὰς ακοὰς ἀβ. δέχονται, ohne genaue Prüfung, Thuc. 1, 20.

Greek (Liddell-Scott)

ἀβᾰσάνιστος: ον· μὴ ἐξετασθεὶς διὰ βασάνου ἢ ἐρωτήσεων, μὴ βασανισθείς, μὴ ἐρωτηθείς. Ἀντιφῶν 112, 46. ἀβ. θνήσκειν = Ἰωσήπ. Ἰουδ. πολ. Ι, 32, 3. ἀβ. βλέπειν (δηλ. τὸν ἥλιον) = ἄνευ πόνου, ἐπὶ τῶν ἱεράκων. Αἰλ. περὶ Ζ. Ἰδ. 10. 14. 2) Περὶ πραγμάτων = ἀδοκίμαστον, ἀνεξέταστον. ἀβ. παραλείπειν τι. Πλουτ. 2. 59 Β. 3) ἐπίρρ. -τως ἄνευ ζητήσεως ἢ ἐρωτήσεως. Θουκ. 1, 20. Πλουτ. 2. 28. Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non mis à la question ; sans souffrance, sans gêne;
2 qu’on ne cherche pas à savoir au moyen de la torture ; en gén. non examiné, non recherché.
Étymologie: , βασανίζω.

Greek Monotonic

ἀβᾰσάνιστος: -ον (βασανίζω), αυτός που δεν εξετάζεται με ερωτήσεις, αβασάνιστος· λέγεται για πράγματα, μη διακριβωμένος, ανεξέταστος, αδοκίμαστος, σε Πλούτ.· επίρρ. ἀβασανίστως, χωρίς εξακρίβωση, ανάκριση, χωρίς έλεγχο, ερώτηση, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀβᾰσάνιστος:
1) неисследованный, неиспытанный (ἀβασάνιστον παραλείπειν τι Plut.);
2) не подвергаемый пыткам, т. е. неприкосновенный (τὸ σῶμα τοῦ ἱερέως Plut.).

Middle Liddell

βασανίζω
not examined by torture, untortured; of things, unexamined, Plut.; adv. -τως, without examination, Thuc.