εὔτυκος

From LSJ
Revision as of 16:05, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔτῠκος Medium diacritics: εὔτυκος Low diacritics: εύτυκος Capitals: ΕΥΤΥΚΟΣ
Transliteration A: eútykos Transliteration B: eutykos Transliteration C: eytykos Beta Code: eu)/tukos

English (LSJ)

ον, rare form for sq., A well-built, εὐτύκους δόμους A.Supp.959 (Porson). II ready, γλῶσσα ib.994: c. inf., πᾶς τις ἐπειπεῖν ψόγον… εὔτυκος ib.974 (anap.); ὑμνεῖν B.8.4; ἐς χορόν Pratin.Lyr.2; πῦρ εὔ. ἔστω Theoc. 24.88; ἁ θεὸς εὔ. ἕρπει (fort. ἕρπειν) Call.Lav.Pall.3; (κρέα) v.l. in Hdt.1.119.

German (Pape)

[Seite 1104] = Folgdm, wohl bereitet, fertig, bereit, πᾶς τις ἐπειπεῖν ψόγον ἀλλοθρόοις εὔτυκος Aesch. Suppl. 952, wie πᾶς δ' ἐν μετοίκῳ γλῶσσαν εὔτυκον φέρει κακήν 972; πῦρ μέντοι ὑπὸ σποδῷ εὔτυκον ἔστω Theocr. 24, 86; εἴς τι, Pratin. bei Ath. XIV, 633 a. – Hesych. erkl. das adv. εὐτύκως durch ῥᾳδίως.

Greek (Liddell-Scott)

εὔτῠκος: -ον, σπάνιος τύπος ἀντὶ τοῦ ἑπομ., καλῶς ᾠκοδομημένος, εὐτύκους δόμους (οὕτως ὁ Βothe) Αἰσχύλ. Ἱκ. 959. ΙΙ. ἕτοιμος, γλῶσσα αὐτόθι 994· πᾶς τις ἐπειπεῖν ψόγον… εὔτυκος αὐτόθι 974· θεῖος προφάτας εὔτυκος… ὑμνεῖν Βακχυλ. 8. 4 (ἔκδ. Blass)· πῦρ εὔτυκον ἔστω Θεόκρ. 24. 86· εἴς τι Πρατίν. 2 Bgk.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bien préparé, tout prêt ; ποιεῖν τι ESCHL à faire qch.
Étymologie: εὖ, τεύχω.

Greek Monolingual

εὔτυκος, -ον (Α)
(σπάν. τ. αντί εὔτυκτος)
1. οικοδομημένος καλά («εὐτύκτους δόμους», Αισχύλ.)
2. έτοιμοςεὔτυκος γλῶσσα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. ευ + τύκος «τσεκούρι, κόφτης»].

Greek Monotonic

εὔτῠκος: -ον, σπάνιος τύπος του επομ., έτοιμος, σε Αισχύλ., Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

εὔτῠκος: τεύχω
1) хорошо изготовленный, хорошо построенный (δόμοι Aesch.);
2) готовый (ἐπειπεῖν ψόγον Aesch.; πῦρ ὑπὸ σποδῷ Theocr.).

Middle Liddell

εὔτῠκος, ον rare form for εὔτυκτος
ready, Aesch., Theocr.