νουθετέω
θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → it is grasped only by means of an ignorance superior to intellection, it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
English (LSJ)
(τίθημι) A put in mind : hence, admonish, warn, re- buke, c. acc. pers., Hdt.2.173; παραινεῖν ν. τε τὸν κακῶς πράσσοντα A. Pr.266; οὐδὲ νουθετεῖν ἔξεστί σε S.El.595; κᾆτα νουθετεῖς ἐμέ Id.Ph. 1283; Ἔρωτα Lyr.Alex.Adesp. 8 (a) : c. acc. rei, ν. τάδε S.El.1025, cf.Ar.V.732 (lyr.); advise concerning, μηχανήματα E.HF855 (troch.): c. dupl. acc., τοιαῦτ' ἄνολβον ἄνδρ' ἐνουθέτει S.Aj.1156; ἅπερ με νουθετεῖς E.Supp.337, cf. Or.299; ν. τινὰ ὡς… X.Cyr.8.2.15 :—Pass., S. OC1193, E.Med.29, etc.; πρὶν ὑπὸ σοῦ ταῦτα νουθετηθῆναι Pl.Hp.Ma. 301c. 2 metaph., chastise, ν. τινὰ κονδύλοις, πληγαῖς, Ar.V.254, Pl.Lg.879d :—Pass., coupled with κολάζεσθαι, Id.Grg.478e.
Greek (Liddell-Scott)
νουθετέω: (τίθημι) ἐν τῷ νῷ τίθημι, θέτω εἰς τὸν νοῦν τινος, ἐφιστῶ τὴν προσοχὴν αὐτοῦ εἴς τι, ὄθεν, συμβουλεύω, προτρέπω, μετ’ αἰτ. προσ., Ἡρόδ. 2. 173· παραινεῖν, νουθετεῖν τε τοὺς κακῶς πράσσοντας Αἰσχύλ. Πρ. 264· οὐδὲ νουθετεῖν ἔξεστί σε Σοφ. Ἠλ. 595· κᾆτα νουθετεῖς ἐμέ; ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 1283· - μετ’ αἰτ. πράγματ., ν. τάδε αὐτόθι 1025, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 732· - μετὰ διπλῆς αἰτ., τοιαῦτ’ ἄνολβον ἄνδρ’ ἐνουθέτει Σοφ. Αἴ. 1156· ἅπερ με νουθετεῖς Ευρ. Ἱκέτ. 338, πρβλ. Ὀρ. 299· ν. τινα ὡς ..., Ξεν. Κύρ. 8. 2, 15· - Παθ., νουθετούμενος Σοφ. Ο. Κ. 1193, Εὐρ. Μήδ. 29, κτλ.· πρὶν ὑπὸ σοῦ ταῦτα νουθετηθῆναι Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 301C. 2) μεταφορ., ν. τινα κονδύλοις, πληγαῖς Ἀριστοφ. Σφ. 254, Πλάτ. Νόμ. 899D· ἐντεῦθεν συνημμένον μετὰ τοῦ κολλάζειν, ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 479Α.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
I. mettre dans l’esprit :
1 remettre en mémoire, faire ressouvenir, rappeler : τι qch ; τινα avertir qqn ; τινά τι rappeler qch à qqn ; ὡς XÉN rappeler que, etc.
2 avertir, réprimander, faire la leçon;
II. calmer : τινα ἐπῳδαῖς SOPH apaiser qqn par des chants.
Étymologie: νοῦς, τίθημι.
English (Strong)
from the same as νουθεσία; to put in mind, i.e. (by implication) to caution or reprove gently: admonish, warn.
English (Thayer)
νουθετῶ; (νουθετης, and this from νοῦς and τίθημι; hence, properly, equivalent to ἐν τῷ νώ τίθημι, literally, 'put in mind', German an das Herz legen); to admonish, warn, exhort: τινα, Aristophanes, Xenophon, Plato, others.)
Greek Monotonic
νουθετέω: (τίθημι), μέλ. -ήσω,
1. βάζω στο νου κάποιου, παραινώ, προειδοποιώ, συμβουλεύω, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· με διπλή αιτ., τοιαῦτ' ἄνολβον ἄνδρ' ἐνουθέτει, σε Σοφ. — Παθ., στον ίδ. κ.λπ.
2. νουθετέω τινὰ κονδύλοις, πληγαῖς, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
νουθετέω:
1) образумливать, увещевать, уговаривать (τοὺς κακῶς πράσσοντας Aesch.; οὐ ν. ἔξεστί σε Soph.);
2) внушать (τάδε Soph.): ἅπερ με νουθετεῖς Eur. то, что ты мне советуешь; πρὶν ὑπὸ σοῦ ταῦτα νουθετηθῆναι Plat. прежде чем ты внушил нам эти убеждения;
3) успокаивать, унимать (τινα ἐπῳδαῖς Soph.).
Frisk Etymological English
Meaning: admonish, warn
See also: s. νόος.
Middle Liddell
νου-θετέω, fut. -ήσω τίθημι
1. to put in mind, to admonish, warn, advise, Hdt., Aesch., etc.;—c. dupl. acc., τοιαῦτ' ἄνολβον ἄνδρ' ἐνουθέτει Soph.:—Pass., Soph., etc.
2. ν. τινα κονδύλοις, πληγαῖς Ar.
Frisk Etymology German
νουθετέω: {nouthetéō}
Meaning: ans Herz legen, mahnen
See also: s. νόος.
Page 2,325
Chinese
原文音譯:nouqetšw 奴-帖貼士
詞類次數:動詞(8)
原文字根:心思-安置 相當於: (בִּין) (יָסַר / יָסׄר)
字義溯源:勸戒,勸勉,警戒,勸,提醒,教導;源自(νουθεσία)=警戒);由(νοῦς)*=悟性)與(τίθημι)*=處所,設立)組成。參讀 (ἐλέγχω)同義字
出現次數:總共(8);徒(1);羅(1);林前(1);西(2);帖前(2);帖後(1)
譯字彙編:
1) 勸戒(4) 徒20:31; 羅15:14; 西1:28; 西3:16;
2) 勸勉(2) 林前4:14; 帖後3:15;
3) 勸戒⋯的(1) 帖前5:12;
4) 要警戒(1) 帖前5:14