κώλυμα

From LSJ
Revision as of 22:43, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κώλῡμα Medium diacritics: κώλυμα Low diacritics: κώλυμα Capitals: ΚΩΛΥΜΑ
Transliteration A: kṓlyma Transliteration B: kōlyma Transliteration C: kolyma Beta Code: kw/luma

English (LSJ)

ατος, τό, A hindrance, τί γὰρ ἐμπόδιον κ. ἔτι μοι; E.Ion862 (anap.); κ. θεῶν ἢ ἡρώων Th.5.30; βασιλικὸν κ. PFrankf.1.100 (iii B.C.): pl., κωλύματα καὶ βλάβαι D.H.9.9: c.inf., hindrance against, ἅμαξα κ. οὖσα προσθεῖναι [τὰς πύλας] Th.4.67; κωλύματα μὴ αὐξηθῆναι [τὸ Ἑλληνικόν] Id.1.16: c. gen., κ. φορᾶς impediment to motion, Pl. Cra.418e; ἐνεργείας Ocell.4.12: c. dat., [τῷ αἵματι] Hp.Flat.8: κ. καὶ σίνος πρὸς εὐκαρπίαν Thphr.CP2.7.5. II defence against a thing, σβεστήρια κ. Th.7.53: c. gen., κ. δηλητηρίων Hdn.1.17.10.

German (Pape)

[Seite 1542] τό, das Hinderniß, die Abhaltung, Schwierigkeit; τί γὰρ ἐμπόδιον κώλυμ' ἔτι μοι Eur. Ion 862; κώλυμα οὖσα προσθεῖναι, = κωλύουσα, Thuc. 4, 67; auch κωλύματα ἐπεγένετο μὴ αὐξηθῆναι, Hinderniß am Wachsthum, 1, 16; κώλ. θεῖον 5, 30; φορᾶς Plat. Crat. 418 c; Xen. Hell. 7, 5, 12; Sp., μὴ κωλύματα καὶ βλάβαι γένωνται D. Hal. 9, 9; Plut. Num. 8; auch κώλυμα δηλητηρίων, ein Schutzmittel gegen Gift, Hdn. 1, 17, 23.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
obstacle, empêchement.
Étymologie: κωλύω.

Greek (Liddell-Scott)

κώλῡμα: τό, ἐμπόδιον, κώλυμα, τί γὰρ ἐμπόδιον κ. ἔτι μοι; Εὐρ. Ἴων. 862 (ἀναπ.)· κ. θεῖον Θουκ. 5. 30· μετ’ ἀπαρ., ἐμπόδιον ἐναντίον…, κ. προσθεῖναι τὴν πύλην ὁ αὐτ. ἐν 4. 67· κ. μὴ αὐξηθῆναι τὸ Ἑλληνικὸν ὁ αὐτ. ἐν 1. 16· μετὰ γεν., κ. φορᾶς, ἐμπόδιον εἰς κίνησιν, Πλάτ. Κρατ. 418Ε. ΙΙ. προφύλαξις ἐναντίον τινός, σβεστήρια κωλύματα, προφύλαξις ἐναντίον τοῦ πυρός, Θουκ. 7. 53· μετὰ γεν., Ἡρῳδιαν. 1. 17, 13, Πρβλ. κωλύμη.

Greek Monolingual

το (AM κώλυμα) κωλύω
εμπόδιο, πρόσκομμα (α. «προέκυψε σοβαρό κώλυμα στη διεκπεραίωση της υπόθεσης» β. «ἀγαθοῦ γὰρ ἰδέα οὖσα τὸ δέον φαίνεται δεσμὸς εἶναι καὶ κώλυμα φορᾱς», Πλάτ.)
αρχ.
άμυνα, προφύλαξη («ἀντεμηχανήσαντό τε σβεστήρια κωλύματα», Θουκ.).

Greek Monotonic

κώλῡμα: -ατοςτό (κωλύω),
I. παρεμπόδιση, παρακώλυση, εμπόδιο, πρόσκομμα, κώλυμα, σε Ευρ., Θουκ.
II. άμυνα εναντίον κάποιου πράγματος, αντίσταση, προφύλαξη, σε Θουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κώλυμα -ατος, τό [κωλύω] hindernis, obstakel:; ἀντεμηχανήσαντο σβεστήρια κωλύματα ze bedachten middelen om de brand tegen te gaan Thuc. 7.53.4; met inf.: κώλυμα... προσθεῖναι een obstakel voor het sluiten van de deur Thuc. 4.67.4. overdr. beletsel:; κώλυμα φορᾶς beletsel voor beweging Plat. Crat. 418e: θεῶν ἢ ἡρώων κώλυμα beletsel van de zijde van goden of helden Thuc. 5.30.1; met μή en inf..: κωλύματα μὴ αὐξηθῆναι beletsels om te groeien Thuc. 1.16.1.

Russian (Dvoretsky)

κώλῡμα: ατος τό
1) помеха, препятствие (φορᾶς Plat.; τοῦ συμπεσεῖν τὸν πόλεμον Plut.): ἡ ἅμαξα κ. οὖσα προσθεῖναι Thuc. так как повозка мешала запереть (ворота);
2) предупредительная мера, защита: σβεστήρια κωλύματα Thuc. противопожарные меры.

Middle Liddell

κώλῡμα, ατος, τό, κωλύω
I. a hindrance, impediment, Eur., Thuc.
II. a defence against a thing, precaution, Thuc.

English (Woodhouse)

hindrance, obstacle, anything that hinders

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)